IV
Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα.
Σαν ήμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου
έσκυβε και με ρωτούσε. Τί έχεις αγόρι;
Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ’ τον ώμο της
έναν κόσμο άδειο από σένα.
Και καθώς πηγαινοέφερνα το παιδικό κοντύλι
είτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής είταν που αργούσες ακόμα
όταν τη νλύχτα κοίταζα τ’ αστέρια είταν γιατί μου ελίπανε τα μάτια σου
κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα
δεν είτανε κανείς. Κάπου όμς μες στον κόσμο είταν η
καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα. Πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά — θυμάσαι ; — μου
άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά
σαν να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια
με γνώριζες. Γιατί πριν μπείς ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου.