This website is using cookies

We use cookies to ensure that we give you the best experience on our website. If you continue without changing your settings, we'll assume that you are happy to receive all cookies on this website. 

Livaditis, Tasos: A siltessapkás ember monológja (Ο άνθρωπος με το κασκέτο in Hungarian)

Portre of Livaditis, Tasos

Ο άνθρωπος με το κασκέτο (Greek)

(στην Καντάτα)

1.Και τις μέρες εκείνες οι άντρες με τις καμπαρντίνες και χαμηλωμένες ρεπούμπλικες πήραν το έγγραφο της διαταγής
2. Και πήγαν να τον συλλάβουν.
3. Ήταν δε αυτός άνθρωπος φτωχός, επιγραφοποιός στο επάγγελμα.
4. Κι είχεν απαρνηθεί τη μητέρα του και τα εργαλεία του,
5. κι ότι πιο άγιο και βαθύ έχει ο άνθρωπος σε τούτον τον κόσμο.
6. Και μάζευε, έλεγε η διαταγή, κρυφά τους μεροκαματιάρηδες και τους χερομάχους,
7. και τους μιλούσε για την ελπίδα και το μέλλον- κι άλλες τέτοιες βλασφημίες.
8. Κι οι ταπεινοί χαμογέλαγαν, κι οι τυφλοί σκιρτούσαν, κι οι φτωχοί πλούτιζαν από φιλία.
9. Οι διψασμένοι βρίσκαν έν' αυλάκι νερό. Κι οι κυνηγημένοι μιά πόρτα.
10. Κι οι απελπισμένοι γύριζαν τώρα τραγουδώντας μέσα στη νύχτα
11. έναν παράξενο σκοπό.
12. Που ενώ μιλούσε για βάσανα, ξαλάφρωνε όλο της ψυχής σου το βάρος.
13. Και την άλλη μέρα, ώρα λύχνου, οι άντρες με τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες, (για να μη φαίνονται τα τυφλά τους μάτια), χτύπησαν τη μικρή ξύλινη πόρτα, δυτικά της πόλης, κοντά στα παλιά βυρσοδεψεία.
14. Κι αυτός άνοιξε. Και τον ερώτησαν: Πως λέγεσαι? Κι εκείνος απάντησε.
15. Και τ' όνομά του ήταν μεγάλο, σαν οποιοδήποτε ανθρώπινο όνομα.
16. Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που ‘χε χάσει το πρόσωπό του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα.
17. Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο
18. Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα;
19. Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν’ απαντήσει,
20. έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
21. Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που ‘χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.
22. Κι οι άνθρωποι που ‘χαν χάσει το πρόσωπό τους ήταν πολλοί.
23. Και ξημέρωσε . Και βράδιασε.
24. Ημέρες σαράντα.
25 Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του.
26. Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της.
27. Και κάθε μέρα τής τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας.
28. Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι. Και τ’ άρχιζε ξανά.
29. Εις τους αιώνας των αιώνων
30. Και κάθε μέρα διάφορα πρόσωπα άνοιγαν το μικρό παράθυρο του κελιού του και κοίταζαν μέσα.
31. Και τα μάτια τους ήταν πέτρινα.
32. Μα ήρθαν στιγμές που κι αυτά τα πέτρινα μάτια τους, παρηγόρησαν τη μεγάλη ανθρώπινη μοναξιά του.
33. Και κάθε νύχτα μπαίναν κι ακουμπούσαν το φανάρι κάτω στο πάτωμα.
34. Και τον χτυπούσαν.
35. Κι ο ίσκιος τους πάλευε πάνω στο ταβάνι, σαν ένας νικημένος που χτυπιέται και κλαίει.
36. Και τον αφήναν ύστερα μονάχο, με τη σιωπή και το αίμα του που έτρεχε.
37. Και μακριά ακουγόταν να σφυρίζουν τα τραίνα, με αυτό τον απέραντο ήχο που προσκαλεί στη ζωή.
38. Ίσως και να 'χασε το θάρρος του τότε. Ίσως και να 'κλαψε. Ίσως και να 'πεσε σε ακόμα πιο μεγάλο αμάρτημα:
39. Και να υπερηφανεύτηκε.
40. Και τη δέκατη τρίτη νύχτα άκουσε κάποιον να βογκάει στο διπλανό κελί.
41. Κι ένιωσε θλίψη ανείπωτη, ότι δεν μπορούσε να τον βοηθήσει.
42. Άρχισε, λοιπόν, να σέρνεται σιγά-σιγά προς το μέρος του τοίχου.
43. Και πολλές φορές, στο μεγάλο αυτόν δρόμο της γης, λιποθύμησε.
44. Κι όταν έφτασε, τέλος, σήκωσε το ανήμπορο χέρι του κι άρχισε να χτυπάει τον τοίχο.
45. Όπως, αιώνες τώρα, συνηθούν μέσα στη ερημιά τους οι τρελλοί κι οι φυλακισμένοι.
46. Και μονομιάς το βογγητό έπαψε. Κι ένα σπασμένο χτύπημα ακούστηκε στον τοίχο του άλλου κελιού.
47. Προς δόξαν του ανθρώπου.
48. Και με συνοδεία μεγάλης φρουράς τον οδήγησαν στο Δικαστήριο.
49. Ήταν δε η φρουρά αμούστακα, φτωχά παιδιά που αισχρολογούσαν και βρίζανε.
50. Για να ξεχάσουν πως κάποτε τα φώναζαν: της πλύστρας ο γιός.
51. Κι εκείνα κρυβόντουσαν πίσω απ' τα ξεζεμένα κάρα, ή στις γκρεμισμένες αποθήκες, και κλαίγαν ώρα πολλή.
52. Κι ήταν στιγμές που μισούσαν τη μάνα τους.
53. Κι ήταν πάλι στιγμές που πέφταν με δάκρυα στα χέρια της μάνας τους που μύριζαν σαπούνι και ξένο φαΐ.
54. Τα μεγάλα φθαρμένα τους χέρια σα μικρές εκκλησίες που ερειπώθηκαν.
55. Κι ούτε παπάς πια τις λειτουργεί, κι ούτε πιστός με βάγια πηγαίνει.
56. Και κατεβαίνει ο ίδιος ο Θεός και κλαίει
57. μέσα στα χέρια τους.
58. Κι οι δικαστές, μόλις εκείνος μπήκε, σκύψαν και κάτι μίλησαν μεταξύ τους.
59. Και τον ρώτησαν: Είσαστε πολλοί;
60. Κι αυτός, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν΄απαντήσει, έδειξε έξω απ’ το παράθυρο,
61. το πλήθος.
62. Κι οι δικαστές φώναξαν: τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων?
63. Και θυμήθηκαν, τότε, πως τούτος ο λόγος είχε, κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ξαναειπωθεί.
64. Και τους πήρε φόβος μεγάλος.
65. Και οι μέρες πέρασαν γρήγορα. Κι ήρθε το τελευταίο απόγευμα που ο φτωχός επιγραφοποιός θα ζούσε πάνω στη γη.
66. Κι ακούμπησε στο μικρό, καγκελόφραχτο παράθυρο του κελιού και κοίταξε κάτω την πολιτεία.
67. Κι ύστερα κοίταξε ψηλά, που άρχιζαν να ανάβουν τ' άστρα ένα-ένα.
68. Και τότες μια απέραντη γαλήνη τον έλουσε, σα να 'σβησαν όλες μονομιάς οι αγωνίες, που χρόνια τώρα τον βασάνιζαν.
69. Κι ένοιωσε μέσα του τον ίδιο γλυκό λυγμό, όπως όταν ήταν παιδί, και κάποιος του άπλωνε εγκάρδια το χέρι του, ή του'λεγε μιά παρήγορη λέξη
70. Και ψιθύρισε σιγανά: σύντροφοι.
71. Και τον οδήγησαν, μαζί με άλλους δύο συντρόφους του, σ' ένα μικρό λόφο, λίγο πιό έξω απ' την πόλη.
72. Πίσω από το παλιό, ερειπωμένο νοσοκομείο.
73. Κι ότι ξημέρωνε.
74. Κι ο αξιωματικός του αποσπάσματος. όπως είναι αρχαίο συνήθειο, πήγε και στάθηκε μπροστά στον ακρινό σύντροφο και τον ρώτησε:
75. Ποια είναι η τελευταία σου επιθυμία?
76. Κι εκείνος ζήτησε να καπνίσει. Και του' δωσαν.
77. Κι ο αξιωματικός πήγε και στάθηκε στο δεύτερο σύντροφο. Και τον ερώτησε κι αυτόν.
78. Κι εκείνος ζήτησε μια πέτρα μεγάλη.
79. Κι ο αξιωματικός, περίεργος, διέταξε να τη φέρουν. Κι απομακρύνθηκε λίγο.
80. Τότε αυτός πήρε την πέτρα που ζήτησε και την ακούμπησε κάτου, στο χώμα, ανάμεσα στους δύο άλλους συντρόφους του. Κι ανέβηκε πάνω.
81. Γιατί ήταν κοντός.
82. Κι ο τρίτος σύντροφος δε ζήτησε τίποτα.
83. Κι ήτανε άνοιξη.
84. Για ν' αληθέψει ο λόγος, που γυρίζοντας στα τρίστρατα, λέγαν κείνοι οι παλιοί τραγουδιστές, με τα μακριά τους γένια να ανεμίζουνε σαν άρπες:
85. Ακόμα τούτ' την άνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες....
86. Κι ο επικεφαλής πήγε και στάθηκε πλάι στο απόσπασμα. Κι έδωσε το παράγγελμα:
87. Επί σκοπόν!
88. Οι τρεις σύντροφοι, τότε, γύρισαν και κοιτάχτηκαν μια στιγμή.
89. Κι ύστερα στρέψαν πάλι τα μάτια τους μπροστά, κοιτάζοντας πάνω από τα κράνη του αποσπάσματος, μακριά,
90. το μέλλον.
91. Πυρ!
92. Κι ήταν η ώρα που κάθε μέρα βγαίνει ο ολόλαμπρος ήλιος.
93. Κι αρχίζει η ζωή.
94. Και δεν πέρασαν μέρες πολλές κι οι άντρες με τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες, (για να μη φαίνονται τα τυφλά τους μάτια), πήραν καινούρια διαταγή.
95. Και χτύπησαν την μικρή σιδερένια πόρτα, στο κέντρο της πόλης, πίσω από την αγορά.
96. Εκεί που ο αέρας μυρίζει ολόγυρα ψαρίλα και χαλασμένα φρούτα.
97. Κι ολημερίς πηγαινόρχονται άνθρωποι φτωχοί κι αγοράζουν χόρτα, ύποπτης ποιότητας κρέατα, και φτηνά, της δραχμής, κεριά για τους νεκρούς τους.
98. Κι αυτούς που ζήσαν χρόνια μες στη δυστυχία και την ταπείνωση, κι όταν κάποτε ξαφνικά τους απλώσεις το χέρι, εκείνοι χαμογελάνε φοβισμένα, κι αποτραβιούνται.
99. Εκεί που οι διάφοροι έμποροι βγαίνουν στις πόρτες των μαγαζιών και κοιτάζουν το δρόμο σαν κάτι να ψάχνουν. Κι ύστερα μπαίνουν κι ανακατεύουν με τα χέρια το εμπόρευμά τους σαν κάτι να ψάχνουν. Κι ανοίγουν μετά τα βιβλία τους με τους λογαριασμούς και τα συρτάρια με τις εισπράξεις κι αρχίζουν πάλι να ψάχνουν.
100. Μα όστις απωλέσει την ψυχήν αυτού, με τι θέλει την αντικαταστήσει?
101. Και το βράδυ γυρίζουν σπίτι τους κι αγγίζουν τις γυναίκες τους με χέρια βαρειά - που συνεχίζουν να ψάχνουν.
102. Κι εκείνος, μαρμαράς το επάγγελμα, σηκώθηκε κι άνοιξε. Και τον ερώτησαν: πως λέγεσαι? Κι αυτός τους απάντησε.
103. Κι οι άντρες με τις ρεπούμπλικες ταράχτηκαν μόλις άκουσαν τ' όνομά του.
104. Κι αναρωτιόντουσαν μεταξύ τους: τι συμβαίνει λοιπόν? μην τάχα αναστήθηκε?
105. Κι ύστερα γέλασαν, πως τάχα δε γίνονται στον αιώνα μας θαύματα - ένα γέλιο αβέβαιο.
106. Και τ' όνομά του ήταν μεγάλο σαν οποιοδήποτε ανθρώπινο όνομα.



Uploaded byP. T.
Source of the quotationhttp://kalodia.blogspot.hu

A siltessapkás ember monológja (Hungarian)

(A Kantátában)

1. És azokban a napokban a köpenyes és lehúzott kalapú férfiak parancsiratot kaptak.
2. És elmentek, hogy elfogják őt.
3. Ő pedig szegény ember volt, címfestés a foglalkozása.
4. És otthagyta édesanyját s szerszámait
5. és mindazt, ami legszentebb és legkedvesebb az embernek e világon.
6. És összegyűjtötte, szólt a parancs, titokban a napszámosokat és más kétkezieket,
7. s beszélt nekik a reménységről és a jövőről, s hasonló más szentségtelenségeket.
8. És az alázatosak nevettek, és a vakok megélénkültek, a szegények pedig a barátságtól meggazdagodtak.
9. A szomjúhozók találtak egy patak vizet. Az üldözöttek pedig kaput.
10. És a reményvesztettek jártak halkan énekelve az éjben
11. egy különös melódiát.
12. Amit pedig a szenvedésről beszélt, egész lelkének súlyán könnyített.
13. Másnap, lámpagyújtáskor, a férfiak, kalapjukat szemükre húzva (hogy vakságuk ne lássék) kopogtattak a kis faajtón, a város nyugati oldalán, a régi bőrcserzőműhely közelében.
14. És ő kinyitotta. S kérdezték őt: Hogy hívnak? Ő pedig válaszolt.
15. És a neve nagy volt, mint bármelyik emberi név.
16. Az első éjszakán pedig bement a cellába egy ember, ki elvesztette arcát, és a lámpást, melyet tartott kezében, a padlóra tette.
17. És a falon árnyéka megnőtt.
18. S kérdezte őt: hová rejtette el a fegyvereket?
19. Ő pedig, ki tudja, véletlenségből, vagy mert valóban ez volt a válasz,
20. kezét szívére tette.
21. És akkor megverte őt. Aztán egy másik ember ment be, ki szintén elvesztette arcát, s megverte ő is.
22. S azok az emberek, kik elvesztették arcukat, sokan voltak.
23. És megvirradt. És megesteledett.
24. Negyven nap.
25. És voltak pillanatok, mikor félt, hogy megháborodik.
26. És akkor megmentette őt egy kis pók a sarokban - látta, miként szövi hálóját, fáradhatatlan és türelmesen.
27. Pedig minden nap szétszaggatták csizmájukkal, mikor bejöttek.
28. Ő pedig mindennap újrakezdte. És szétszaggatták. És elkezdte újból.
29. Mindörökké örökkön.
30. És minden nap más-más nyitotta ki a cella kis ablakát, és bekémlelt.
31. És a szemük kőből volt.
32. De jöttek pillanatok, mikor ezek a kőszemek is megenyhítették nagy emberi magányát.
33. És minden éjjel bementek hozzá, és a lámpást a padlóra tették.
34. Es verni kezdték.
35. Az árnyékuk pedig vonaglott odafönt a mennyezeten, mint egy legyőzött, ki vergölődik s zokog.
36. Aztán magára hagyták, a csönddel és vérével, mely szivárgott.
37. És a távolból hallatszott, hogy fütyülnek a vonatok - az az életre szólító, határtalan hang.
38. Meglehet, elvesztette a bátorságát is olyankor. Meglehet, még sírt is olyankor. Meglehet, a legnagyobb bűnt követte el:
39. büszkeség töltötte el szívét.
40. A tizenharmadik éjszakán pedig hallotta, hogy a szomszéd cellában valaki jajveszékel.
41. És kimondhatatlanul megsajnálta, mivel nem tudott rajta segíteni.
42. Kezdte hát közelebb vonszolni magát, lassan lassan, a falhoz.
43. És a föld eme nagy útján többször elvesztette eszméletét.
44. Mikor pediglen célhoz ért, felemelte erőtelen kezét, s kopogtatni kezdte a falat.
45. Ahogyan évszázadok óta, elhagyatottságukban, a bolondok és a bebörtönözöttek.
46. És hirtelen megszűnt a jajgatás. És töredezett kopogtatás hallatszott a fal túlsó oldaláról.
47. Dicsőségedre, ember.
48. És nagy őrizettel bíróság elé vitték.
49. Az őrség pedig fiatal suhancokból állt, akik káromkodtak és gyalázták.
50. Azért, hogy elfelejtsék, hogy mindannyiuknak a mosónő fattya volt egykor a gúnynevük.
51. Ők pedig elbújtak a kifogott kordék mögé, vagy a romos raktárakban, sírtak keservesen.
52. És voltak pillanatok, mikor gyűlölték anyjukat.
53. És voltak pillanatok, mikor könnyezve rejtették arcukat a kezébe, mely szappanszagú és idegen ételszagú volt.
54. Nagy, meggyötört kezük, mint kis templomok, melyek elromosodtak.
55. Es sem pap nem misézik bennük, sem hívő nem jár oda pálmalevéllel.
56. Csupán maga az Isten, és sír
57. az ő kezük között.
58. Es a bírák, alig hogy ő belépett, összehajoltak és beszéltek valamit egymás között.
59. És megkérdezték őt: Sokan vagytok?
60. Ő pedig, ki tudja, véletlenségből, vagy hogy feleljen - az ablak alatt összegyűlt
61. tömegre nézett.
62. A bírák pedig azt mondották: más bizonyítékok kellenek nekünk?
63. És eszükbe jutott akkor, hogy valaha rég, sok éve, mondták már ezeket a szavakat.
64. És nagy félelem fogta el őket.
65. És gyorsan teltek a napok. És elérkezett az utolsó délután, melyen a szegény címfestő él a földön.
66. És megmarkolta a cella ablakrácsát, és letekintett a városra.
67. Aztán pedig föl a magasba nézett, ahol kezdtek feltünedezni a csillagok.
68. És akkor határtalan derű öntötte el, mintha minden gyötrelem, mely évek óta kínozta, kihúnyt volna egycsapásra.
69. És ugyanazt a csöndes sírást, érezte fölszakadni magában, mint amikor kisgyerek volt, s valaki jóságosan megfogta a kezét, vagy mondott neki egykét vígasztaló szót.
70. s megszólalt suttogva: elvtársaim.
71. És elvitték, két másikkal együtt, egy kis dombra, valamivel a városon kívül.
72. Egy régi, rombadőlt kórház mögé.
73. Szakadozott föl a sötétség.
74. A kivégzőosztag tisztje pedig, ahogy ez régi szokás, odament és megállt a szélső elítélt előtt és megkérdezte őt:
75. Mi az utolsó kívánságod?
76. Ő pedig kérte, hadd gyújtson rá. És adtak neki.
77. A tiszt pedig ment és megállt a második előtt. És megkérdezte tőle is.
78. Az meg egy nagy követ kért.
79. És a tiszt készségesen intett, hogy hozzanak. De kissé távolabb húzódott.
80. Ő pedig fogta a követ s a földre tette, a másik kettő közé. És rája állt.
81. Mivel alacsonynövésű volt.
82. A harmadik pedig semmit se kért.
83. És tavasz volt.
84. Azért, hogy beigazolódjék az ige, amit járván a keresztutakat hirdettek a végi dalnokok, hosszú fehér szakállukat végig-végigsimítván hárfahúrként:
85. Még ezen a tavaszon…
86. A parancsnok pedig ment és megállt a kivégzőosztag előtt. És vezényelte:
87. Cél!
88. És akkor a három bajtárs megfordult, s összenézett egy pillanatra.
89. Aztán pedig előre fordították újból tekintetük, mintha néznék, a kivégzőosztag sisakjai fölött, távolban a
90. jövőt.
91. Tűz!
92. És ez volt ama óra, melyben a fénylő nap minden reggel megjelen.
93. S az élet kezdetét veszi.
94. És nem telt bele sok idő, és az arcukba húzott kalapú férfiak (azért, hogy vak szemük ne lássék) újabb parancsiratot kaptak.
95 És bekopogtattak a kis vasajtón, a város középpontjában, a piactér mögött.
96. Ott, ahol hal és rohadt gyümölcsszagú a levegő.
97. És egész nap jönnek-mennek a szegényemberek, és vásárolnak zöldségféléket, gyanús húsmaradékokat, és garasos viaszgyertyát halottaikra.
98. Azoktól az emberektől, akik évekig megalázottan és boldogtalanul éltek, s amikor kezet nyújtasz nekik, zavartan, kényszeredetten mosolyognak és elhúzódnak.
99. Ott, ahol a különböző kereskedők ki-kijönnek kis boltjuk ajtajába, s nézik, nézik az utcát - mintha keresnének valamit. Aztán pedig visszamennek, ide-oda rakosgatják az árukat, tapogatják, mintha keresnének valamit. Aztán pedig kinyitják az elszámolási könyveket, a pénzesfiókokban kotorásznak - újra csak keresgélni kezdik.
100. De ki ha elveszti tulajdon lelkét, miként szerzi vissza?
101. És este hazatérnek, és az ágyban megfogják feleségüket elnehezült kezükkel - és megint csak keresni kezdik.
102. Ő pedig kőfaragó volt, felállt és kinyitotta. És megkérdezték őt: Hogy hívnak? És ő megmondta nékik.
103. A kalapos emberek pedig összerezzentek, amint meghallották nevét.
104. És kérdezgették egymást: ez meg hogyan lehet? csak nem támadt fel?
105. Aztán pedig nevettek, mint akik biztosak benne, hogy ilyen csodák nem történhetnek századunkban; de valahogy bizonytalan nevetéssel.
106. És az Ő neve nagy volt, mint bármelyik emberi név.



Uploaded byP. T.
Source of the quotationP. Á.

minimap