This website is using cookies

We use cookies to ensure that we give you the best experience on our website. If you continue without changing your settings, we'll assume that you are happy to receive all cookies on this website. 

Seferis, Giorgos: Γυμνοπαιδία Β΄. Μυκήνες

Portre of Seferis, Giorgos

Γυμνοπαιδία Β΄. Μυκήνες (Greek)

Δώσ’ μου τα χέρια σου, δώσ’ μου τα χέρια σου, δώσ’ μου τα χέρια σου.

Είδα μέσα στη νύχτα
τη μυτερή κορυφή του βουνού
είδα τον κάμπο πέρα πλημμυρισμένο
με το φως ενός αφανέρωτου φεγγαριού
είδα, γυρίζοντας το κεφάλι
τις μαύρες πέτρες συσπειρωμένες
και τη ζωή μου τεντωμένη σα χορδή
αρχή και τέλος
η τελευταία στιγμή·
τα χέρια μου.

Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες·
τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου.
Πληγωμένος από το δικό μου χώμα
τυραννισμένος από το δικό μου πουκάμισο
καταδικασμένος από τους δικούς μου θεούς,
τούτες τις πέτρες.

Ξέρω πως δεν ξέρουν, αλλά εγώ
που ακολούθησα τόσες φορές
το δρόμο απ’ το φονιά στο σκοτωμένο
από το σκοτωμένο στην πληρωμή
κι από την πληρωμή στον άλλο φόνο,
ψηλαφώντας
την ανεξάντλητη πορφύρα
το βράδυ εκείνο του γυρισμού
που άρχισαν να σφυρίζουν οι Σεμνές
στο λιγοστό χορτάρι—
είδα τα φίδια σταυρωτά με τις οχιές
πλεγμένα πάνω στην κακή γενιά
τη μοίρα μας.

Φωνές από την πέτρα από τον ύπνο
βαθύτερες εδώ που ο κόσμος σκοτεινιάζει,
μνήμη του μόχθου ριζωμένη στο ρυθμό
που χτύπησε τη γης με πόδια
λησμονημένα.
Σώματα βυθισμένα στα θεμέλια
του άλλου καιρού, γυμνά. Μάτια
προσηλωμένα προσηλωμένα, σ’ ένα σημάδι
που όσο κι αν θέλεις δεν το ξεχωρίζεις·
η ψυχή
που μάχεται για να γίνει ψυχή σου.

Μήτε κι η σιωπή είναι πια δική σου
εδώ που σταματήσαν οι μυλόπετρες.

 
Οχτώβρης 1935



Uploaded byP. T.
Source of the quotationhttp://www.greek-language.gr

Gymnopaidia II Mykene (German)

Gib mir deine Hände, gib mir deine Hände, gib mir deine Hände.

Ich sah mitten in der Nacht
den spitzen Gipfel des Berges
ich sah das Feld drüben überschwemmt
vom Licht eines verborgenen Mondes
ich sah, den Kopf wendend,
die schwarzen Steine versammelt
und mein Leben gespannt wie eine Saite
Anfang und Ende
der letzte Augenblick:
meine Hände.

Es sinkt ein, wer die großen Steine hebt:
diese Steine hob ich solange ich es aushielt
diese Steine liebte ich solange ich es aushielt
diese Steine, mein Schicksal.
Verwundet von meiner eigenen Erde
gequält von meinem eigen Hemd
verurteilt von den eigenen Göttern,
diese Felsen.

Ich weiß, daß sie nicht wissen, doch ich,
der ich so viele Male gefolgt bin
dem Weg vom Mörder zum Getöteten
vom Getöteten zur Vergeltung
und von der Vergeltung zum nächsten Mord,
greifend
nach dem unerschöpflichen Purpur
an jenem Abend der Rückkehr
als die Ehrwürdigen zu pfeifen begannen
auf dem kargen Gras –
ich sah die Schlangen verkreuzt mit den Ottern
verflochten über dem bösen Geschlecht
unserem Schicksal.

Stimmen aus dem Fels aus dem Schlaf
tiefer hier wo die Welt sich verfinstert,
Erinnerung an die Mühen, die wurzelt im Rhythmus
der die Erde mit Füßen schlug
vergessenen.
Leiber versunken in den Fundamenten
der anderen Zeit, nackt. Augen
geheftet geheftet, auf ein Zeichen
das du so sehr du auch willst nicht ausmachen kannst:
die Seele
die kämpft daß sie deine Seele werde.

Nicht einmal die Stille ist mehr deine
hier wo die Mühlsteine stehen blieben.

 
Oktober 1935

 
Anmerkungen:
• Das Gedicht setzt die Kenntnis des antiken Mythos der Atriden voraus.
• Die »Ehrwürdigen« ist ein antiker euphemistischer Name für die Erinyen, die Rachegöttinnen.



Uploaded byP. T.
Source of the quotationhttp://stin-piatsa.textus.de

Related videos


minimap