Ritszosz, Jannisz: Tizennyolc dal a szomorú hazáról (Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας Magyar nyelven)
Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (Görög)1. Αναβάφτιση Λόγια φτωχά βαφτίζονται στην πίκρα και στο κλάημα Και κειος ο λόγος ο κρυφός τής λευτεριάς ο λόγος Κυκλάμινο-κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα Μέσα στο βράχο σύναξα το γαίμα στάλα-στάλα Έτσι με το καρτέρεμα μεγάλωσαν οι νύχτες Κι αυτοί μες απ' τα σίδερα κι αυτοί μακριά στα ξένα Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια Κάτω απ' τη γλώσσα του κρατεί τους βόγγους και τα ζήτω Στη μια γωνιά στέκει ο παππούς στην άλλη δέκα εγγόνια Μάνες τραβάνε τα μαλλιά και τα παιδιά σωπαίνουν Λιόχαρη Μεγαλόχαρη της άνοιξης αυγούλα Δυο κάρβουνα στο θυμιατό και δυο κουκιά λιβάνι Σεμνός και λιγομίλητος εθαύμαζε την πλάση Τώρα δε φτάνει του η φωνή δε φτάνει του η κατάρα Πράσινη μέρα λιόβολη καλή πλαγιά σπαρμένη Η κόρη πλέκει τα προικιά κι ο νιος πλέκει καλάθια Κάτω απ' τις λεύκες συντροφιά πουλιά και καπετάνιοι Τα φύλλα φέγγουνε κεριά στ' αλώνι της πατρίδας Του βράχου λιγοστό νερό απ' τη σιωπή αγιασμένο Κρυφά το πίνει η κλεφτουριά και το λαιμό σηκώνει Μικρό πουλί τριανταφυλλί δεμένο με κλωστίτσα Κι αν το τηράξεις μια φορά θα σου χαμογελάσει Λιγνά κορίτσια στο γιαλό μαζεύουνε τ' αλάτι Κ' ένα πανί, λευκό πανί, τους γνέφει στο γαλάζιο Τ' άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά κατάγναντα στον ήλιο Και την καμπάνα του αψηλά στον πλάτανο δεμένη Το παλικάρι που 'πεσε με ορθή την κεφαλή του Φτερό στη ράχη του ο σταυρός κι όλο χυμάει τ' αψήλου Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει Εδώ το φως εδώ ο γιαλός χρυσές γαλάζιες γλώσσες Το σπίτι αυτό πώς θα χτιστεί τις πόρτες ποιος θα βάλει Σώπα τα χέρια στη δουλειά τρανεύουν κι αυγαταίνουν Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά σωπαίνουν κι οι καμπάνες Και άπα στην πέτρα τής σιωπής τα νύχια του ακονίζει Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις εκεί που πάει να σκύψει Να τη πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
Τα 16 απ' τα "Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας" γράφτηκαν μέσα σε μια μέρα -στις 16 του Σεπτέμβρη του 1968- στο Παρθένι της Λέρου, ύστερα από κρυφό μήνυμα του Μίκη Θεοδωράκη με την παράκληση να μελοποιήσει κάτι δικό μου ανέκδοτο. Τα λιανοτράγουδα αυτά τα ξαναδούλεψα στο Καρλόβασι της Σάμου τον Νοέμβρη του 1969. Το 16 [Το Χτίσιμο] και το 17 [Ο Ταμένος] γράφτηκαν την Πρωτομαγιά του 1970. Το 7 [Δεν φτάνει] αλλάχτηκε ριζικά τον Γενάρη του 1973 στην Αθήνα. Δε σκόπευα να εκδώσω τα "Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα" κι είχα ζητήσει να μη δημοσιευτούν και να μη μεταφραστούν, παρά μόνο να τραγουδηθούν. Αλλά, να που τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν κιόλας σε πολλά ντόπια και ξένα περιοδικά και μεταφράστηκαν σε αρκετές ξένες γλώσσες. Έτσι, δεν υπάρχει πια λόγος να επιμείνω στην αρχική μου απόφαση. Τα "Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας" είναι αφιερωμένα στον Μίκη Θεοδωράκη.
|
Tizennyolc dal a szomorú hazáról (Magyar)1. Újrakeresztelés Koldus szavak könnyben, kínban újrakeresztelődnek, És az a szó, a titkos szó - az a szó, hogy szabadság, - Ciklámen, ciklámenvirág, szikla hasadékában, - A szikláról lecsorduló vért szíttam én magamba, Így teltek, várakozásban nyúltak meg éjszakáink, S ők, akiket vasra vertek, s ők, messze idegenben, Kicsiny nép, és golyó nélkül, kard nélkül is csatázik, Nyelve alatt elfojtva még az ujjongás, a sóhaj, Egyik sarokban nagyapó, másikban tíz kisgyermek, Hajukat tépik az anyák, a gyermekek nem szólnak. Tavaszi hajnal, sugaras, örömök pirkadatja, Tömjéntartó mélyén két szem tömjén két széndarabbal, Szerényen, csöndesen mered maga elé a földre, Erről szóljon? Mit ér vele? Itt nem elég az átok. Zöld nap, pajkos napsugarak, szépen szántott domboldal, A lány fonja hozományát, a fiú kosarat fon, Nyárfák alatt kapitányok s madarak összegyűltek Gyertyáik a falevelek a haza szérűjében, Csönd-fölavatta forrásvíz, sziklák között kanyargó, titkon issza szegénylegény, s nyakát az égre nyújtja Rózsaszínű kicsiny madár, vékony fonál a lábán, ha ránézel, csak egyszer is, kedvesen mosolyog rád, Karcsú lányok kis csapata sót gyűjt a tengervízből, Fehér vitorla integet kék vizekről feléjük, Dombtetőn fehér kápolna, szemtől szembe a nappal, harangja ott fenn néma még, platánfához kikötve, Azt a legényt, aki emelt fővel ment a halálba, Keresztje szárnnyá változik, és egyre fölfelé tör, Ezek a márványszobrok itt rozsdától mit se félnek, Ez a tenger, és ez a fény - aranyló, kéklő lángnyelv - Hogyan épül fel ez a ház? Ki rakja fel az ajtót? Hallgass: a kéz a munkában edződik, ott gyarapszik, Itt a madár is elhallgat, elhallgat a harangszó, a hallgatás kövéhez lép, hogy körmét élesítse, A görögséget ne sirasd, - ha földre is tiporták, mert íme, újra talpra áll, erőre kap, merész lesz,
A tizennyolc dal a szomorú hazáról 16 darabja egyetlen napon, 1968 szeptember 16-án, Lérosz szigetén, Parthéniben született, miután Míkisz Theodorákisztól titokban üzenetet kaptam, amelyben megkért, adjak neki kiadatlan verset megzenésítésre. Ezeket a dalokat 1969 novemberében Számoszon, Karlovásziban átdolgoztam. A 16. és 17. dal 1970 május 1.-én született. A 7. dalt teljesen átírtam 1973 januárjában Athénban. Nem volt célom kiadni a Tizennyolc dalt, kértem is, hogy ne adják ki, és ne fordítsák idegen nyelvre őket, csak énekeljék. De hát a legtöbb mégiscsak megjelent hazai és külföldi folyóiratokban, és elég sok idegen nyelvre lefordították őket. Így nincs okom már ragaszkodni eredeti szándékomhoz. A Tizennyolc dalt a szomorú hazáról Míkisz Theodorákisznak ajánlom.
|