This website is using cookies

We use cookies to ensure that we give you the best experience on our website. If you continue without changing your settings, we'll assume that you are happy to receive all cookies on this website. 

Ritsos, Jannis: A halott ház (Το νεκρό σπίτι in Hungarian)

Portre of Ritsos, Jannis

Το νεκρό σπίτι (Greek)

Φανταστική κι αυθεντική ιστορία μιας πανάρχαιης ελληνικής οικογένειας
 

Απ’ όλη τη φαμίλια απόμειναν μονάχα δυο αδελφές. Κι η μια τρελάθηκε. Φαντάστηκε πως το σπίτι τους είχε μεταφερθεί κάπου στην αρχαία Θήβα, ή, μάλλον, στο Άργος — σύγχυζε τη μυθολογία, την ιστορία και την ιδιαίτερη ζωή της, το παρελθόν και το παρόν, όχι το μέλλον. Αυτό μόνον. Αργότερα συνήλθε. Κι είναι αυτή που μου μίλησε το βράδυ που τους έφερα απ’ την ξενιτιά ένα μήνυμα του θείου τους — αδελφού του πατέρα τους. Η άλλη δεν παρουσιάστηκε καθόλου. Πότε πότε μονάχα ακουγόταν σιγανό περπάτημα με παντόφλες στη διπλανή κάμαρα, όσο μιλούσε η μεγάλη:
 

Τώρα γυρίζουμε μονάχες οι δυο μικρές αδελφές μέσα σε τούτο το απέραντο σπίτι —
μικρές, που λέει ο λόγος, — από χρόνια γεράσαμε κι εμείς,
είμαστε οι μικρότερες της φαμίλιας κι οι μόνες, άλλωστε, που απομείναμε. Δεν ξέρουμε
πώς να βολέψουμε τούτο το σπίτι, πώς να βολευτούμε·
να το πουλήσουμε μας έρχεται άσκημο — μια ζωή περάσαμε δω μέσα —
είναι κι ο χώρος των νεκρών μας εδώ — δεν μπορείς να τους πουλήσεις —
κι άλλωστε ποιός τους παίρνει τους νεκρούς; Μα πάλι να τους κουβαλάμε
απ’ το ’να σπίτι στ’ άλλο, απ’ τη μια συνοικία στην άλλη, —
πολύ κουραστικό κι επικίνδυνο· — βολεύτηκαν εδώ
άλλος στον ίσκιο της κουρτίνας, άλλος κάτω απ’ το τραπέζι,
άλλος πίσω απ’ τη ντουλάπα ή πίσω απ’ τα τζάμια της βιβλιοθήκης,
άλλος μες στο γυαλί της λάμπας — τόσο σεμνός κι ολιγαρκής όπως πάντα του,
άλλος χαμογελώντας διακριτικά πίσω απ’ τους δυο λεπτούς, σταυρωτούς ίσκιους
που γράφουν στο μεσότοιχο οι καλτσοβελόνες της μικρής αδελφής μου.

 
Τα μεγάλα έπιπλα τα κλείσαμε στο κάτω πάτωμα,
το ίδιο και τα βαριά χαλιά και τα βελούδινα ή μεταξωτά παραπετάσματα,
τραπεζομάντιλα, κεντητά πετσετάκια, κρύσταλλα, σερβίτσια,
μεγάλους δίσκους ασημένιους που καθρέφτιζαν άλλοτε
ολόκληρο το πλατύ πρόσωπο της φιλοξενίας,
κουβέρτες και μεταξωτά παπλώματα κι ασπρόρουχα,
μάλλινα ρούχα, τσάντες, πανωφόρια,
δικά μας και μαζί των πεθαμένων —όλα ανάκατα—
γάντια, δαντέλες και φτερά στρουθοκαμήλου απ’ τα καπέλα της μητέρας,
το πιάνο, τις κιθάρες, τους αυλούς, τα ταμπούρλα,
και ξύλινα άλογα και κούκλες απ’ τα παιδικά μας χρόνια,
επίσημες στολές του πατέρα και το πρώτο μακρύ παντελόνι του μεγάλου αδελφού μας,
η φιλντισένια κασετίνα με τις ξανθές μπούκλες του μικρού, το χρυσοποίκιλτο μαχαίρι,
κοστούμια ιππασίας και σακίδια και μανδύες — όλα ανάκατα,
χωρίς ναφθαλίνη ή κλωνάκια λεβάντας σε τούλινες θήκες.

 
Καρφώσαμε και τα δωμάτια. Κρατήσαμε μονάχα
αυτές τις δυο δυτικές κάμαρες του πάνω πατώματος,
το διάδρομο και το κλιμακοστάσιο βέβαια,
αν χρειαστεί καμιά φορά να βγούμε το βραδάκι να σεργιανίσουμε στον κήπο
ή να ψωνίσουμε κάτι βιαστικά απ’ τα περίχωρα.

 
Κι ούτε να πεις πως κι έτσι ησυχάσαμε. Απαλλαχτήκαμε οπωσδήποτε
από κινήσεις περιττές, ανόητα συγυρίσματα, μάταιους κόπους,
για μια τάξη ακατόρθωτη, για μια ανεφάρμοστη οργάνωση. Ωστόσο
το σπίτι, έτσι γυμνό και κλειστό, έχει αποχτήσει
μια τρομερή, λεπτότατη αντήχηση
σε κάθε πέρασμα ποντικού, κατσαρίδας ή νυχτερίδας.

 
Κάθε σκιά στο βάθος του καθρέφτη, κάθε τρίξιμο
απ’ τα μικρά δόντια του ξυλοφάγου ή του σκόρου,
συνεχίζεται απέραντα ώς τα λεπτότατα, ινοειδή αγγεία της σιωπής, ώς μέσα στις φλέβες
της πιο απίθανης παραίσθησης. Ακούγεται ευδιάκριτα
ο χτύπος απ’ τον αργαλειό της πιο μικρής αράχνης, κάτω στα υπόγεια, ανάμεσα στα κιούπια,
ή το πριόνι της σκουριάς στο χέρι των μαχαιροπίρουνων
κι άξαφνα ο μέγας γδούπος στον κάτω προθάλαμο
όταν ένα κομμάτι από λιωμένη τσόχα ξεκολλάει και πέφτει
σα να γκρεμίζεται ένα αρχαίο, αγαπημένο κτίριο.

 
Κι όταν, καμιά φορά, το χάραμα, περνάει ο σκουπιδιάρης στο πέρα προάστιο,
το μακρινό κουδούνι του αντηχεί σ’ όλα τα γυάλινα ή μετάλλινα σκεύη,
στους μπρούντζους των κρεβατιών, στα κάδρα των προγόνων,
στα κουδουνάκια απ’ το κοστούμι του πιερότου, που ’χε φορέσει ο μικρός αδελφός μας
μιαν όμορφη νύχτα μασκαράτας — κι όταν γυρίζαμε σπίτι τρομάξαμε,
μας γαύγισαν κάτι σκυλιά, το φόρεμά μου πιάστηκε στο φράχτη,
έτρεξα να προφτάσω τους άλλους· το φεγγάρι κόλλησε το πρόσωπό του
τόσο σφιχτά πάνω στο πρόσωπό μου — δεν μπορούσα πια να περπατήσω
κι οι άλλοι με φώναζαν πίσω απ’ τα δέντρα
κι ακούγονταν σ’ έναν άλλο χώρο οι γυάλινες χάντρες των μεταμφιεσμένων
και τα γυάλινα κρόσια των άστρων πέρα, μακριά, πάνω απ’ το αόρατο Μυρτώον πέλαγος,
κι όταν έφτασα τέλος με κοίταζαν όλοι σαστισμένοι
γιατί έφεγγε το πρόσωπο μου βαμμένο με χρυσόσκονη
σαν εκείνη που βάφαν τις παλιές, κρεμαστές λάμπες της τραπεζαρίας
ή τους καθρέφτες των σαλονιών με τις κομψές, χιλιοσκάλιστες κονσόλες —

 
Τις κλείσαμε κι αυτές στα κάτω δωμάτια. Μπορούσαμε, βέβαια,
να κρατήσουμε κάτι απ’ όλα αυτά και για προσωπική μας χρήση,
καμιά πολυθρόνα κουνιστή, ξεκούραστη, κανέναν καθρέφτη
να χτενίζουμε πότε πότε τα μαλλιά μας. Μα ποιός να τα φρόντιζε; Τουλάχιστον έτσι,
μπορεί να τ’ ακούμε να φθείρονται, μα δεν τα βλέπουμε. Όλα μας παράτησαν.

 
Κι αυτά τα δυο δωμάτια που κρατήσαμε
τα πιο ψυχρά, τα πιο συχνά, τα πιο ψηλά, είναι ίσως
για να κοιτάζουμε τα πράγματα από πάνω
κι από κάπως μακριά, για να ’χουμε την αίσθηση
πως εποπτεύουμε και δεσπόζουμε τη μοίρα μας· προπάντων
την ώρα που βραδιάζει κι όλα σκύβουν χαμηλά στο ζεστό χώμα,
εδώ το ψύχος είναι οξύ σαν ένα ξίφος
να κόψεις την επιθυμία μιας νέας σύμβασης ή την ελπίδα
για μια απραγματοποίητη συνάντηση· κι είναι σχεδόν μια υγεία
μέσα σε τούτο το ακατάδεχτο, καθάριο κρύο.
Κι αυτά τα δυο δωμάτια κρέμονται μες στην απέραντη νύχτα
σα δυο σβηστά φανάρια της πιο έρημης παραλίας,
μονάχα η αστραπή για μια στιγμή τ’ ανάβει και τα σβήνει,
τα διαπερνάει και τα καρφώνει διάφανα μες στο κενό, κενά κι εκείνα.

 
Μα, αν τύχει κάποτε να σεργιανάει κάποιος στον απέναντι λόφο με τ’ αγκάθια,
αργά την ώρα που βουλιάζει ο ήλιος κι όλα είναι χλωμά, θολά, μενεξεδένια,
την ώρα που όλα μοιάζουν σα χαμένα κι όλα σαν κατορθωτά, τότε
εκείνος ο μοναχικός που σεργιανάει στο λόφο
φαίνεται πράος και συμπαθητικός, σαν κάποιος δηλαδή που θα μπορούσε
να ’χει για μας λίγη συμπάθεια ακόμη· — φαίνεται κι ο λόφος τότε
γαλήνιος, στο ίδιο ύψος του παραθυριού μας, τόσο
που αν στρέψει εκείνος προς τα εδώ να δει τα κυπαρίσσια
θαρρείς πως μ’ ένα βήμα ακόμη θα περάσει το περβάζι μας,
θα μπει στην κάμαρα σα γνώριμος παλιός, και, λέω, μάλιστα
θα μας ζητήσει μια βούρτσα να ξεσκονίσει τα παπούτσια του. Μα εκείνος
σε λίγο χάνεται πίσω απ’ το λόφο
και μένει πάλι αντίκρυ στα παράθυρά μας
η καμπύλη του λόφου σιωπηλή σα μετάνοια
και το πικρό, συμβιβασμένο δειλινό που χαμηλώνει μες στους ίσκιους.

 
Κι όχι πως συνηθίσαμε και πάλι ολότελα —μα τί να κάνεις;— Όλα μας παράτησαν —
τους παρατήσαμε κι εμείς — έτσι αποκαταστάθηκε
μια ισορροπία δίκαιη σχεδόν, χωρίς αμοιβαία μνησικακία,
χωρίς τύψη και χωρίς θλίψη, μάλιστα, — πώς αλλιώς να γινόταν;

 
Μείναμε τώρα εδώ, σαν όταν κόβεις μες στο σούρουπο λουλούδια απ’ τον κήπο,
πολλά λουλούδια για τα βάζα της τραπεζαρίας και για τα υπνοδωμάτια των πεθαμένων
και μένουν στα χέρια σου κίτρινοι λεκέδες απ’ τη γύρη
και σκόνη του δρόμου που μπαίνει απ’ το κιγκλίδωμα και πασπαλίζει τους μίσχους
και κάτι ελάχιστα ζωύφια, φτερωτά ή όχι,
και κάτι λίγες χλιαρές δροσοστάλες,
μαζί μ’ αυτές τις αναπότρεπτες, λεπτότατες αράχνες
που διαμένουν πάντα στα λουλούδια, κι όπως σβήνει ρόδινο το δείλι στα τζάμια
έχεις την αίσθηση του κοφτερού μαχαιριού που στομώνει
απ’ το αίμα και το γάλα των λουλουδιών —μια σύνθετη, παράξενη αίσθηση
τρόμου και φόνου— μια τυφλή, ευγενική, μυρωμένη κι απέραντη ωραιότητα,
μια ολόγυμνη απουσία. Έτσι είναι. Όλα μάς παράτησαν.

 
Κείνη την τελευταία ημέρα, οι δούλες έβαλαν μια κραυγή κι έτρεξαν —
στριγκιά κραυγή που έμεινε καρφωμένη στο σκιερό διάδρομο
σαν ένα μεγάλο ψαροκόκαλο στο λαρύγγι ενός αγνώστου μουσαφίρη
ή σαν ένα σκουριασμένο σπαθί στο μακρύ φέρετρο του σκοτωμένου,
μια κραυγή —τόσο μόνο— και φύγανε τρέχοντας
με τα πρόσωπα κλεισμένα σφιχτά στις παλάμες τους· μόνο σαν έφτασαν
εκεί στην άκρη της μαρμάρινης σκάλας, πίσω απ’ το περιστύλιο,
φάνηκαν μαύρες, μικρές, καμπουριασμένες,
απέραντα προφυλακτικές και συμφεροντολόγες,
υστερόβουλες, μνησίκακες, με σκόπιμη κι υπολογισμένη προθυμία,
— σταμάτησαν μια στιγμή, ολότελα ξένες απ’ την προηγούμενη κραυγή τους,
ξεσκέπασαν το πρόσωπό τους,
εξέτασαν προσεχτικά τη σκάλα για να μην πέσουν
μόλο που τα πόδια τους είχαν αποστηθίσει ένα ένα τα σκαλιά
και την ήξεραν σ’ όλο της το μάκρος, με όλες της τις παύσεις
σαν ένα ποίημα γραμμένο στην πίσω σελίδα του ημερολογίου,
ή σαν τραγούδι απ’ αυτά που τραγουδάνε οι στρατιώτες μετά τη μάχη
και τους το ’μαθαν οι λίγοι στρατιώτες γυρίζοντας κάποτε απ’ το μέτωπο —

 
κάτι στρατιώτες όμορφοι ακόμη και κάπως λυπημένοι
με μεγάλα πόδια και μεγάλα χέρια, με ψείρες στη φανέλα τους,
με υπόγειες στοές και γκρεμισμένα αστέρια μες στα μάτια τους,
με αγκιστρωτά, σκουρογάλαζα ματόκλαδα σαν τον ίσκιο ενός κάστρου στη βρύση,
με κάτι σκληρό κι ανυπόμονο στο στόμα τους,
κάτι πολύ αρρενωπό κι αδιάφορο ταυτόχρονα, σα να ’χαν ασπαστεί
πολλούς σκοτωμένους στα σταυρωμένα χέρια ή στο κούτελο,
σα να ’χαν εγκαταλείψει τους λαβωμένους φίλους τους τρέχοντας στο φαράγγι κάτω απ’ το χιονόνερο
και πιότερο σα να ’χαν κλέψει το παγούρι του άρρωστου που το ’χε για προσκέφαλο. Ωστόσο

 
οι στρατιώτες τα βράδια τραγουδούσαν στην κουζίνα, (εμείς, τότε, μικρές,
τους ακούγαμε πίσω απ’ τις πόρτες — δε μας άφηναν
να μπαίνουμε μέσα στις κουζίνες με τα παράξενα, άγνωστα αντικείμενα,
με τις μυστηριακές οσμές από πιπέρια, σκόρδα, σέλινα, ντομάτες,
κι άλλα πολύπλοκα αρώματα που δεν προδίδουν την πηγή τους,
με τις σιβυλλικές φωνές της φωτιάς, της καπνιάς, του νερού που κοχλάζει,
με τους διασταυρούμενους κρότους των γρήγορων μαχαιριών,
με τους επίφοβους πύργους των άπλυτων πιάτων
και τα μεγάλα, γυμνά, αιματωμένα κόκαλα μυθικών ζώων.

 
Εκεί βασίλευαν οι δούλες με τις υπαινικτικές ποδιές τους
μέσα στην αλχημεία χορταρικών, κρεάτων, φρούτων, ψαροκόκαλων,
κρυφές μάγισσες, με τις πελώριες ξύλινες κουτάλες τους,
χρησμοδοτώντας πάνω απ’ τους αχνούς των καζανιών,
πλάθοντας με τον καπνό μια λεπτή, σφαγμένη γυναίκα με άσπρο χιτώνα
ή τρικάταρτα καράβια με χοντρά σκοινιά, βλαστήμιες και ναύτες
ή πλάθοντας τα μακριά γένια ενός διάφανου τυφλού με μια λύρα στα γόνατα —
ίσως γι’ αυτό δε μας άφηνε η μητέρα να μπούμε·
και κάποτε βρίσκαμε μια φούχτα αλάτι πίσω από μια πόρτα,
ή το κεφάλι ενός πετεινού, με το λειρί του σα μικρό λιόγερμα, σ’ ένα σπασμένο κεραμίδι.

 
Δε λέγαμε τίποτα στους μεγάλους, γιατί σαν άνοιγε λίγο το θυρόφυλλο μιας κουζίνας,
το φάσμα του καπνού ξέφευγε με το πλευρό και στεκόταν ώρες στο διάδρομο,
ψηλό, απειλητικό, μ’ ένα γυάλινο κράνος απ’ όπου κρέμονταν μια αλογοουρά· το φάσμα
μοναχικό, αρωματικό, κτηνώδες κι ασώματο
χωρίς καθόλου κόκαλα κι όμως πανίσχυρο. Έτσι ακούγαμε
πίσω απ’ τις πόρτες ώς πέρα απ’ τα μεσάνυχτα,
ώσπου μας έπαιρνε ένας κόκκινος ύπνος με σπίθες). Λοιπόν οι στρατιώτες τραγουδούσαν,
χωράτευαν κάποτε με τις υπηρέτριες,
έβγαζαν τις αρβύλες τους και τρίβαν τα χοντρά δάχτυλα των ποδιών τους με τα χέρια τους
κι ύστερα σκούπιζαν το κρασί απ’ τα σαρκώδη χείλια τους
ή έξυναν τον τριχωτό τους κόρφο και τα σκέλια τους,
χουφτώνανε στην τύχη τα βυζιά των γυναικών
και πάλι τραγουδούσαν (τους ανοίγαμε ώς μέσα στον ύπνο μας), τραγουδούσαν

 
με τα πρόσωπά τους κρυμμένα μέσα στα λιγδιασμένα μαλλιά τους,
κρατώντας αδιόρατα το ρυθμό με τα ξυπόλυτα πόδια τους πάνω στα πλακάκια
ή με τα δάχτυλά τους στο σταμνί ή στο ποτήρι
ή στο ξύλο του τραπεζιού (που ’ναι να κόβουν τον κιμά),
σιγανά, πολύ σιγανά (μήπως ακούσουν τ’ αφεντικά από μέσα)·
και τότε το καρύδι του λαιμού τους ανεβοκατέβαινε
σαν ένας κόμπος σε χοντρό σκοινί που το τραβούν δυο αντίπαλοι,
σαν ένας κόμπος στο σκοινί που ανέβηκε από βαθύ πηγάδι,
σαν ένας κόμπος μέσα στα άντερα. Γι’ αυτό κι οι γυναίκες

 
ακούγοντάς τους έκλαιγαν υστερικά,
σκίζαν τα ρούχα τους, μέναν ολόγυμνες και τους ικέτευαν
και τους παίρναν στην ποδιά τους σαν άρρωστα παιδιά που θέλαν σώνει
και καλά να τα γιατρέψουν
και θέλαν να τους κλείσουν όλους μέσα στην κοιλιά τους
—ίσως για να γεμίσουν το δικό τους άδειο,
τα δικά τους σπλάχνα,— να τους κλείσουν
βαθιά βαθιά και να τους πνίξουν
για να τους προφυλάξουν και να τους κρατήσουν
μονάχα εκείνες — κι ύστερα να τους γεννήσουν
σε μια πιο κατάλληλη στιγμή, σ’ ένα πιο άσπρο σπίτι,
σ’ ένα σπίτι πιο αερικό και πιο προσηλιακό με λιγότερους ίσκιους
από κολόνες, κιούπια, φονικά, σπαθιά, δόξες και φέρετρα,
με λιγότερες αθέατες τρύπες στους τοίχους, — τρύπες
από καρφιά για ατσάλινους καθρέφτες και για βραδινά κοστούμια
από καρφιά για να κρεμάνε τις στολές, τις σάλπιγγες, τα τύμπανα, τα κράνη, τις ασπίδες
ή σπάγγους από αμίλητα παιχνίδια πεθαμένων παιδιών
ή τα εικονίσματα, τα στέφανα των γάμων, τα τεντζέρια· κλεισμένες, βέβαια τρύπες
απ’ τις επιδιορθώσεις, τα καινούργια σοβαντίσματα κι ασβεστώματα,
μα πάντοτε ανοιχτές πιο μέσα, πιο βαθιά, στη μνήμη.

 
Έτσι θέλαν λοιπόν να τους γεννήσουν σ’ ένα χώρο φαρδύτερο,
φωτεινό και στερεό, που δεν είναι δηλαδή κουφωμένος
από κρύπτες, κατακόμβες και τάφους,
σ’ ένα σπίτι χωρίς πόρτες που κλειδώνουν και πίσω τους
ακούγονται μουρμουρητά, λυγμοί, κι ο μέγας θόρυβος
απ’ τα μαλλιά μιας γυναίκας που χύνονται στα γόνατά της, ή ο θόρυβος
από ’να παπούτσι που χτυπάει μακριά απ’ το κρεβάτι· τέλος

 
σ’ ένα χώρο αναζήτησης μοναξιάς, ειλικρίνειας κι ασφάλειας,
σ’ ένα ανοιξιάτικο ύπαιθρο, μέσα στο νεαρό κριθάρι,
πλάι σ’ ένα κόκκινο άλογο κι ένα σταχτί, αγαθό γαϊδουράκι,
δίπλα σ’ ένα σκυλί, μια γελάδα, δυο πρόβατα,
μέσα στη μόνη σκιά ενός άροτρου. Μα εκείνοι
ούτε άκουγαν ούτε έβλεπαν ούτε ένιωθαν,
αντρείοι κι αδιάφοροι, μεθυσμένοι από θάνατο,
βουλιαγμένοι μες στο ίδιο το τραγούδι τους —ένα τραγούδι
καθόλου ηρωικό, μήτε να πεις και μελαγχολικό ή σακάτικο—
ένα τραγούδι που, ασφαλώς, το ’χανε μάθει απ’ τις γυναίκες του χωριού τους,
και τώρα, γυρνώντας απ’ το μέτωπο,
το μάθαιναν στις νεότερες γυναίκες. Λοιπόν τούτη τη σκάλα

 
την ξέραν οι δούλες καλά, όπως αυτό το ξαναμαθημένο τραγούδι,
μ’ όλες τις διακοπές, τα διαστήματα, τα μέτρα,
μ’ όλες τις τονιζόμενες κι άτονες πέτρες,
με την κεντρική τομή του κεφαλόσκαλου· χιλιάδες φορές την ανεβοκατέβηκαν
σ’ άλλους καιρούς, σ’ εύθυμες μέρες,
όταν κουβαλούσαν τα ταψιά απ’ το φούρνο
ή τις μεγάλες στάμνες το κρασί απ’ τα υπόγεια
ή τα φαρδιά ψωμιά και τα σφαχτά και τα φρούτα
ή αγκαλιές τα ρόδα, τα γαρίφαλα, τις μαργαρίτες
ή τα σεμνά ελαιόκλωνα και τις στιλπνές απ’ την πρωινή δροσούλα δάφνες —

 
σ’ άλλες μέρες, σε γάμους, σε βαφτίσια, σε γιορτές, σε γενέθλια,
σε μέρες θριάμβων και δόξας, όταν ο σκονισμένος αγγελιαφόρος
έπεφτε λαχανιάζοντας σ’ αυτή τη σκάλα
και φιλούσε το μάρμαρο κι έκλαιγε
κι ανάγγελνε με μιαν αντρόπρεπη, κάπως βραχνή φωνή,
παράξενη μέσ’ απ’ το φλοίσβο του στερνού αναφιλητού του·

 
κι οι δούλοι του σπιτιού και κάποιοι γέροντες περαστικοί
άκουγαν στριμωγμένοι στο περιστύλιο
κι οι δούλες στις πόρτες με τις ποδιές τους σηκωμένες στα μάτια τους
κι η μάνα μας η αφέντισσα καταμεσής στο προαύλιο
κι η τροφός πλάι της σα βελανιδιά κεραυνοβολημένη
και παρακεί ο παιδαγωγός, κίτρινος σαν κερί μες στα αραιά τους γένια,
όλος σαν ένα χέρι ξέσαρκο, γαντζωμένο στις χορδές μιας άρπας
κι οι μικρότερες κόρες ασάλευτες στα παράθυρα
κρυμμένες πίσω απ’ όνειρά τους και τις υποψίες τους,
ακούγοντας και μην καταλαβαίνοντας,
παρατηρώντας την όμορφη κλίση απ’ το γόνατο του αγγελιαφόρου,
τα νεανικά του γένια καστανά, και τα μαύρα μαλλιά του
σγουρά και κρουστά απ’ τον ιδρώτα και τη σκόνη
κι ένα κλωνάκι αφάνα αγκιστρωμένο στο χιτώνα του — Ώστε

 
τα δάση περπατούν και τα τραπέζια υψώνονται σαν άλογα στα δυο τους πόδια
κι οι τριήρεις περνούν πάνω απ’ τα δέντρα με το ηλιόγερμα
κι οι κωπηλάτες σκύβουν κι ορθώνονται,
σκύβουν κι ορθώνονται, σκύβουν κι ορθώνονται,
ασφαλώς στο ρυθμό του έρωτα· και τα κουπιά
είναι γυμνές γυναίκες κρεμασμένες απ’ τα μαλλιά τους
που σπαρταρούν και τινάζονται αστράφτοντας μέσα στη θάλασσα
ώσπου πίσω απ’ τις τριήρεις γράφεται ο αφρός του γαλαξία. Ώστε λοιπόν —

 
Κι ο αγγελιαφόρος ανάγγελνε την υπέρλαμπρη νίκη
ανάμεσα από χίλιους δυο θανάτους —χώρια πια τους λαβωμένους—
ανάγγελνε στο τέλος και την άφιξη του αφέντη
με λάφυρα πολλά και σημαίες κι αμάξια και σκλάβους
και μια λαβωματιά καταμεσής στο μέτωπο —έλεγε—
σαν ένα νέο, εξαίσιο μάτι, απ’ όπου επέβλεπε ο θάνατος,
κι έβλεπε τώρα ο αφέντης ώς μέσα στα σπλάχνα
των τοπίων, των πραγμάτων, των ανθρώπων,
σα να ’ταν όλα από διάφανο γυαλί, και διάβαζε ελεύθερα
το ρυθμό του αίματός μας, τις διαθέσεις μας, τα πεπρωμένα μας,
τις φλέβες του χρυσού που κυλούν μες στην πέτρα
και τα κλαδιά του κάρβουνου απλωμένα στο υποχθόνιο σκοτάδι
και τ’ ασημένια νεύρα του νερού διακλαδωμένα μες στα βράχια
και τα μικρά ρίγη της ενοχής κάτω απ’ το ρούχο και το δέρμα.

 
Όλοι άκουγαν (κι εμείς μαζί) σαν πετρωμένοι,
ανήσυχοι όλοι και σκυφτοί κι αδάκρυτοι
σα να ’χαν γίνει κιόλας γυάλινοι
κι όλοι τους έβλεπαν, κι έβλεπαν κι οι ίδιοι τον εαυτό τους
με το γυμνό σκελετό τους μέσα στο γυαλί, κι αυτόν γυάλινο,
εύθραυστον, δίχως καταφύγιο πια κανένα. Κι όμως

 
μέσα σ’ αυτή την πλήρη έλλειψη προφύλαξης
μέσα σ’ αυτή τη θανάσιμη αδυναμία
μέσα σ’ αυτή την ανίσκιωτη διαφάνεια

 
ένιωσαν ξάφνου πραϋμένοι, διαλυμένοι
μέσα στην απεραντοσύνη της διαφάνειας, απέραντοι κι εκείνοι,
σαν αναμάρτητοι μέσα στη γενική αμαρτία,
όλοι σαν αδερφοί μέσα στη γενική ερημιά της αμοιβαίας εχθρότητας
σαν οπλισμένοι απ’ το άοπλο του ανθρώπου
ωραία κι ευγενικά ντυμένοι την παγκόσμια γυμνότητα.

 
«Ας έρθει ο αφέντης — είπε η αφέντισσα η μάνα μας.
Καλώς να ορίσει. Κι αυτός γυάλινος.
Γυάλινος. Γυάλινος. Νά το, —κι εμείς αυτό το μάτι το ξέρουμε—
το ’χουμε, νά, κι εμείς καταμεσής στο κούτελο.
Καλά τον μάθαμε κι εμείς το θάνατο. Ξέρουμε. Βλέπουμε.
Εκείνος πρώτος μάς τον έμαθε. Πρώτοι εμείς αναβλέψαμε.
Καλώς να ορίσει ο γυάλινος αφέντης με το γυάλινο ξίφος του
στη γυάλινη συμβία του, στα γυάλινα τέκνα του,
στους γυάλινους υπηκόους του, σέρνοντας πίσω του
κοπάδια γυάλινους νεκρούς, γυάλινα λάφυρα, γυάλινες σκλάβες,
γυάλινα τρόπαια. Ας χτυπήσουν λοιπόν οι καμπάνες·
από κορφή σε κορφή της φωτιάς τα σινιάλα ας ανάψουν οι βιγλάτορες
για τη γυάλινη νίκη μας — ναι, τη δική μας νίκη,
τη νίκη όλων μας. Γιατί κι εμείς πολεμήσαμε
μες στην υπομονή και πιότερο
μες στην αβάσταχτη χιλιοόμματην αναμονή. Κι αυτοί που πέσανε
είναι κι αυτοί νικητές —είναι οι πρώτοι— και βλέπουνε.

 
Ας χτυπήσουν λοιπόν οι καμπάνες ώς την άκρη του ορίζοντα.
Κι εσείς, δούλες, τί στέκεστε! Ετοιμάστε
τα γυάλινα φαγιά, τα γυάλινα κρασιά, τα γυάλινα φρούτα·
έρχεται ο γυάλινος αφέντης μας. Έρχεται.»

 
Έτσι είπε η αφέντισσα και φαίνονταν πάνω στα μελίγγια της
το αίμα της που σφυροκοπούσε, και φαίνονταν
ο ιδρώτας της προτού σχηματιστεί και προτού τρέξει στα γαλάζια μάγουλά της.

 
Η μεγάλη τροφός που, μια στιγμή, την κράτησε
σαν πήγε να λιποθυμήσει, την παράστεκε τώρα με την έμπειρη σιωπή της,
τη σκέπαζε με το σοφό της ίσκιο κάτω απ’ τους μεγάλους θόλους
των διεσταλμένων ματιών της. Τότε τίναξε
τη μαύρη της ποδιά σα να ’διωχνε
ένα μαύρο πουλί. Κι ο αγγελιαφόρος έφυγε.

 
Μια κουκουβάγια χαμοπέταξε στο προαύλιο
μόλο που ακόμη ήταν νωρίς το απόγευμα —
δεν είχε βραδιάσει κι η σκιά της κουκουβάγιας τυπώθηκε ανεξίτηλη
πάνω ακριβώς απ’ την πύλη, (υπάρχει ακόμη). Οι δούλες έτρεξαν μέσα.
Η αφέντισσα ξέχασε να στολίσει τα παιδιά της. Μπήκε στο λουτρό.
Το γέμισε ζεστό νερό και δεν πλύθηκε. Σε λίγο
κλειδώθηκε στην κάμαρά της και βάφτηκε μες στον καθρέφτη
κόκκινη, κόκκινη, ολοπόρφυρη, σα μάσκα, σα νεκρή, σαν άγαλμα,
σα φόνισσα ή σα σκοτωμένη κιόλας. Κι ο ήλιος βασίλευε πέρα
κίτρινος κι αναμμένος σα μοιχός εστεμμένος,
σα χρυσοποίκιλτος σφετεριστής μιας ξένης εξουσίας,
άγριος απ’ τη δειλία του κι επίφοβος μέσα στο φόβο του
ενώ οι καμπάνες σήμαιναν αλλόφρονες σ όλη τη χώρα.

 
Την ήξεραν λοιπόν καλά τούτη τη σκάλα οι δούλες,
τόσα και τόσα χρόνια σε τούτο το σπίτι,
κι όμως ξεσκέπασαν τα πρόσωπά τους και την κοίταξαν,
έστρεψαν μάλιστα για λίγο πίσω μη τις είδαν
κι ύστερα σκέπασαν ξανά τα πρόσωπά τους με τα χέρια τους κι έφυγαν
μαύρες, μικρές, σιχαμερές, καμπουριασμένες,
σα μαύρα στίγματα, σα μύγες σε καιρό ελονοσίας
κάτω απ’ την πέτρινη βροχή του περιστύλιου
κι απόμεινε η μεγάλη σκούπα ανάποδα πίσω απ’ την πόρτα της κουζίνας
σαν εφιάλτης μ’ ορθωμένα μαλλιά που δεν μπορούσε να φωνάζει. Όλοι μας άφησαν.

 
Φέραμε ξένες παραδουλεύτρες να σφουγγαρίσουν τη σκάλα,
να πλύνουν τα μάρμαρα καλά, να τα τρίψουν. Τα μάρμαρα
ίδρωναν αίμα πάλι σε λίγο. Φύγαν κι εκείνες. Μας άφησαν.
Τα παρατήσαμε όλα κι εμείς — σκουπίσματα, σφουγγαρίσματα, ξαραχνιάσματα.
Κι η πέτρα πάντα τη δουλειά της — να ξερνάει όλο και πιότερο αίμα.

 
Ένα κόκκινο ποτάμι κυκλόφερνε το σπίτι μας·
ξεκόψαμε απ’ τον έξω κόσμο·
αργότερα μας ξέχασε κι ο κόσμος·
δε μας φοβόνταν πια· δε φοβόμαστε.
Περνούσαν, βέβαια, κάπως μακριά μας ακόμα οι διαβάτες,
όμως δεν κάναν πια το σταυρό τους
μήτε πια φτύναν μες στον κόρφο τους για να ξορκίσουν τα φαντάσματα.
Ο πιο κοντινός στο σπίτι μας δρόμος
γέμισε αγριόχορτα, τσουκνίδες, αγκάθια
και μάλιστα με κάτι γαλάζια αγριολούλουδα — δεν έμοιαζε πια δρόμος.

 
Τις νύχτες, αν καμιά γυναίκα, αργοπορώντας,
έπλενε ακόμη στο ποτάμι κι ακουγόταν ο χτύπος του κόπανου
πάνω στα μαλακά, μουσκεμένα υφαντά, κανένας δεν έλεγε
πως ένα μαχαίρι χώνεται στη σάρκα
ούτε πως κλείνουν μια μυστική καταπακτή
ούτε πως ρίχνουν απ’ το βορεινό παράθυρο ένα πτώμα στην τάφρο — απλώς έλεγαν
πως ένας κόπανος χτυπάει στο ρούχο,
ξεχώριζαν μάλιστα απ’ τον ήχο
αν ήταν μάλλινο ή μπαμπακερό, μεταξωτό ή λινό το ύφασμα
και ξέρανε πως μια γυναίκα λευκαίνει τα προικιά της κόρης της,
φαντάζονταν μάλιστα και την ημέρα του γάμου,
την ωχρότητα του γαμπρού, το ρόδισμα της νύφης,
το σύμπλεγμα των δυο σωμάτων αϋλωμένων κάπως απ’ την τούλινη κουρτίνα της κλίνης
που την ανέμιζε ο νύχτιος αέρας. Τόσες λεπτομέρειες
και τόση ακρίβεια πάλι (δεν είναι τάχα δείγμα ισορροπίας;)
μαζί με την αίσθηση αυτή του απαραίτητου,
σα να ’ταν αναγκαία εκείνα που έγιναν κι αυτά που επακολούθησαν —
η αίσθηση του αναπότρεπτου κι ανεύθυνου, κι ακόμη
μια φλέβα μουσική που πάλλει στον αέρα
και την ακούς ξανά και την ακούς ξανά, και δεν ξέρεις

 
πού βρίσκεται — λίγο πιο πάνω απ’ τα δέντρα;
κάτω απ’ τα έρημα παγκάκια του κήπου;
μέσα σ’ εκείνο το λουτρό; Πάνω απ’ το κόκκινο ποτάμι;
ή στο κλειστό οπλοστάσιο του πατέρα με τα τρόπαια τόσων μάταιων πολέμων
ή στ’ άδεια πέδιλα του μεγάλου αδελφού που λείπει χρόνια στα καράβια, ναυτικός,
και που ποιός ξέρει αν ποτέ ξαναγυρίσει,
ή στα τετράδια ιχνογραφίας του μικρού αδελφού που έπαψε να μας γράφει πια απ’ το σανατόριο,
ή στην ιματιοθήκη της δύστυχης μητέρας
με τα μακριά, λευκά, πολύπτυχα φορέματα και τις πλατιές σφυρηλατημένες πόρπες —

 
(συχνά, απ’ το παράθυρο, τις νύχτες, είδα τα φορέματα
να περπατούν μονάχα τους κάτω απ’ τα δέντρα
ανεμίζοντας ανάλαφρα σαν ίσκιοι φεγγαρόφωτου, και πίσω
απ’ τον λευκόν αχνό τους, πίσω απ’ την ωχρή τους κύμανση,
να διακρίνεται η κρήνη στεγνή με το μπρούντζινο δελφίνι
καμπυλωμένο σε μιαν ύστατη λάμψη απόδρασης — εκείνη η διαφάνεια, γυάλινη,
που δεν άφηνε στίγματα τύψης και μνήμης
γιατί κι η μνήμη είναι άχρηστη σε μια διαρκή απουσία ή παρουσία). Πάντως

 
εκείνη η φλέβα η μουσική ακουγόταν παντού, κι ούτε ξέρεις
γιατί ’σαι ευτυχισμένος, τί ’ναι η ευτυχία· διακρίνεις μονάχα
εκείνα που ποτέ δεν πρόσεξες κι ούτε είδες
απαλλαγμένα ωστόσο απ’ το βάρος τους. Μήτε τον αγγελιαφόρο ξέραμε,
μήτε το φονικό, μήτε τις έντρομες δούλες που τρέχανε,
κι ήμουνα εγώ η μια απ’ τις δυο κοπέλες που έστεκαν στα δυο παράθυρα
και που κοιτούσε τις δυο κόρες σαν κάτω απ’ τη σκάλα ή απ’ το δρόμο,
περίπου απ’ τη θέση του αγγελιαφόρου ή απ’ τη θέση της μικρότερης δούλας,
εγώ που στεκόμουν πάντα στο παράθυρο· (συχνά τις ζήλευα τις δούλες
για την ωραία τους αθυροστομία, την πονηριά, την ευθυμία και την ελευθερία τους,
εκείνη τη βαθιάν ελευθερία της σκλαβιάς που σε γλιτώνει
από αποφάσεις και πρωτοβουλίες — τις ζήλευα).

 
Α, τίποτα δεν είδα ούτε θυμάμαι· μόνο εκείνη η εξαίσια αίσθηση,
τόσο λεπταίσθητη, που μας χορήγησε ο θάνατος, να βλέπουμε το θάνατο
ώς το διάφανο βάθος του. Κι η μουσική εξακολουθούσε
όπως καμιά φορά το χάραμα που ξυπνάμε νωρίς χωρίς λόγο
κι η ατμόσφαιρα έξω είναι υπερβολικά πυκνή απ’ τα κελαηδήματα
χιλιάδων αόρατων πουλιών —τόσο πυκνή κι ατμώδης
που δε χωράει στον κόσμο τίποτ’ άλλο —πίκρα, ελπίδα, τύψη, μνήμη—
κι ο χρόνος είναι αδιάφορος και ξένος
σαν κάποιος άγνωστος που πέρασε ήσυχα στο δρόμο απέναντι
χωρίς καθόλου ν’ αναμετρήσει ή να κοιτάξει το σπίτι μας,
κρατώντας κάτω απ’ τη μασχάλη του μια στοίβα αδιαφανή κι άπλυτα ακόμη τζάμια
δίχως να ξέρεις τί τα θέλει, πού τα πάει,
τί νόημα έχουν και για ποιά παράθυρα προορίζονται
και μάλιστα ούτε καν το αναρωτιέσαι κι ούτε κι εσύ τον βλέπεις που χάνεται
διακριτικός κι αμίλητος στην τελευταία στροφή του δρόμου.

 
Ποιός μας τα φύλαξε όλα αυτά, λοιπόν, με τόση ακρίβεια και τόσες προεκτάσεις,
πλυμένα, ευχάριστα, καθαρισμένα και συγυρισμένα,
γδαρμένα από κάθε πληγή και κάθε θάνατο;
Και το κόκκινο ποτάμι γύρω στο σπίτι —τίποτα—
καθάριο νεράκι απ’ την προχθεσινή, χλιαρή βροχή
αντανακλώντας το κόκκινο λιόγερμα ώς αργά το βράδυ, ώς την ώρα
που απλώνεται εκείνη η διαφάνεια, απέραντη, γυάλινη,
και βλέπεις ώς μέσα το απέραντο, το άφθαρτο, το αόρατο,
απέραντος, άφθαρτος, αόρατος κι εσύ, κυκλωμένος
απ’ τους μικρούς ψιθύρους των επίπλων και των άστρων. Κι η μητέρα μας κάθεται
στη σκαλιστή καρέκλα και κεντάει το αιώνιο της εργόχειρο
κάτω απ’ τον τρίφλογο λύχνο που οι φλόγες του τρέμουν
καθώς σχηματίζεται ρεύμα απ’ τα δυο παράθυρα
κι ο πατέρας λείπει απ’ το πρωί στο κυνήγι
και στ’ αυτιά του περνάει η μελαγχολική σπείρα απ’ το κέρας των κυνηγών
κι απ’ τ’ ανυπόμονα και φιλικά αλυχτήματα των σκύλων.

 
Η μικρή μας αδελφή, διαφεύγοντας την προσοχή της παραμάνας,
ονειρεύεται μες στη δροσιά του κήπου καβάλα στο πέτρινο λιοντάρι,
κι όλα είναι τόσο ήσυχα —
κανένας δεν έσφαλε, τίποτα δε συνέβη,
μόνο το τρίξιμο μιας πόρτας στο κάτω πάτωμα
κι η σιδερένια καγκελόπορτα του περβολιού —θα ’φερε ο γαλατάς
έναν κεσέ γιαούρτι για τη δίαιτα της μητέρας,— φοβάται μην παχύνει,
κι είναι μια ευτυχία για τα παιδιά να νοιάζεται πάλι η μητέρα για το βάρος της,
να φροντίζει μια στάλα τον εαυτό της, να κοιτάζεται πού και πού στον καθρέφτη,
να περιποιείται τον κότσο της με τ’ άφθονα, ωραία μαλλιά της· — το γιαούρτι
παίρνει μια λάμψη δροσερή, μαρμάρινη, γαλάζια
κάτω απ’ την αστροφεγγιά και τους ίσκιους των δέντρων· ακούγεται
η σιγανή φωνή της πιο μικρής υπηρέτριας
που πληρώνει το γάλα της βδομάδας κι όλο αργοπορεί
ξαναμετρώντας τα ρέστα. Κι ο κήπος
στο πάνω μέρος, στην πιο σκοτεινή του γωνιά, πότε πότε
σπιθίζει και λάμπει καθώς μετατοπίζουν μες στη νύχτα
τους ζεστούς ώμους τους τα μεγάλα ηλιοτρόπια
κι ένας γαλάζιος αχνός τρεμοσαλεύει κάτω απ’ τα ρουθούνια των αγαλμάτων
σα ν’ αναπνέουν μυστικά τ’ αγάλματα τις νοτισμένες ευωδιές των ρόδων.

 
Ο μικρός αδελφός μας ζωγραφίζει πάντα
μες στο εργαστήρι με τους αργαλειούς, λεπτότατες υδατογραφίες
μ’ ένα γούστο διακοσμητικό της Κνωσού —ποτέ δε μας έδειξε τις ζωγραφιές του—
ή σχεδιάζει στο εργαστήρι της αγγειοπλαστικής, σε μικρά και μεγάλα λαγήνια
με μαύρες ή κεραμιδιές γραμμές προσποιητής αυστηρότητας
πολεμιστές εφήβους ή χορευτές κρυμμένους ολότελα
πίσω από τεράστιες ασπίδες — τόσο που αν δεν προσέξεις
θαρρείς πως είναι μόνο κύκλοι κύκλοι, μια μαύρη αλυσίδα. Ο μεγάλος αδελφός μας
υπέβαλε πια την παραίτησή του στο βασιλικό ναυτικό· τώρα
πάντα του σοβαρός διαβάζει στη διπλανή κάμαρα. Μέσα στην ησυχία του χρόνου
ακούγεται η σελίδα που γυρίζει σα ν’ ανοίγει μια μυστική πόρτα
σ’ ένα άσπρο, διάφανο τοπίο. Κι αλήθεια

 
κείνη την ώρα ανοίγει μια πόρτα. Έρχεται ο πατέρας.
Στρώνουν το τραπέζι. Μας φωνάζουν.
Κατεβαίνουμε όλοι την εσωτερική σκάλα.
Καθόμαστε στο τραπέζι και τρώμε, ακούγοντας έξω στην αυλή
τα μικρά γαβγίσματα των σκυλιών και τη φωνή του επιστάτη.

 
Τόσον απλή λοιπόν είναι η ζωή. Τόσο όμορφη.
Η μητέρα σκύβει στο πιάτο της και κλαίει.
Ο πατέρας ακουμπάει το χέρι της στον ώμο της.
«Είναι απ’ την ευτυχία», δικαιολογείται εκείνη.
Κι εμείς κοιτάμε απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα
την απέραντη διάφανη νύχτα με το λεπτό φεγγάρι
σαν ένα δάχτυλο λησμονημένο ανάμεσα
στις γαλάζιες σελίδες ενός ήσυχου, κλεισμένου βιβλίου.

 
Απόψε έχει λιγάκι ψύχρα. Φθινοπωριάζει, βλέπετε.
Αύριο μεθαύριο θα κλείσουμε πάλι το παράθυρο.
Μια φορά, προμήθεια από ξύλα για το τζάκι —άλλο τίποτα—
όχι μονάχα απ’ τα δάση μα κι απ’ τα παλιά μας έπιπλα,
πόρτες βαριές, καδρόνια, καναπέδες, φέρετρα, πίπες, ντουφέκια,
ακόμη και το ξύλινο καρότσι του παππού που μας άφησε ο καημένος χρόνους.

 
Αν φύγετε, πείτε, παρακαλώ, στο θείο μας να μην ανησυχεί για μας. Καλά τα περνάμε.
Κι ο θάνατος είναι μαλακός σαν ένα στρώμα που το συνηθίσαμε
από μαλλί, μπαμπάκι, πούπουλο ή άχυρο· —το στρώμα
έχει πάρει το σχήμα του κορμιού μας, βολικό,— ένας ολότελα δικός μας θάνατος —
αυτός τουλάχιστο δε μας απατά κι ούτε μας αποφεύγει — είναι βέβαιος,
βέβαιοι κι εμείς για κείνον — η αυστηρή κι εξαίσια βεβαιότητα.

 
Αν πάλι δε φύγετε απ’ το Άργος, θα μας έκανε μεγάλη ευχαρίστηση
να σας δούμε ξανά στο σπιτικό μας. Για χατίρι σας μάλιστα θα ξεκαρφώσω μια πόρτα
να σας δείξω το οπλοστάσιο του πατέρα,
να σας δείξω κι εκείνην την ασπίδα που πάνω στο μαύρο της μέταλλο
μένουν ακόμη τυπωμένες οι ανταύγειες από χιλιάδες στάσεις σκοτωμένων,
να σας δείξω τις δαχτυλιές του αίματος και τη βρύση του αίματος
και την υπόγεια σήραγγα απ’ όπου δραπέτευσαν μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες
οι δώδεκα γενειοφόροι πολέμαρχοι με τον χλωμό αρχηγό τους,
που, αν και νεκρός, τους οδήγησε αλάθευτα στην έξοδο.
Απ’ τ’ άλλο μέρος έμεινε ανοιχτό το στόμιο
βουβό, βαθύ και σκοτεινό σαν άγνωστο λάθος.

 
Κι ο αποσπερίτης —τον προσέξατε μήπως;— μαλακός ο αποσπερίτης,
σα γομολάστιχα — όλο τρίβεται στο ίδιο σημείο
σαν για να σβήσει ένα δικό μας λάθος —ποιό λάθος;—
κι ακούγεται ήχος ανεπαίσθητος καθώς περνοδιαβαίνει η γομολάστιχα
πάνω απ’ το λάθος — και το λάθος δε σβήνει·
μικρά τρίμματα χαρτιού πέφτουν πάνω στα δέντρα και σπιθίζουν·
είναι μια ευχάριστη απασχόληση — κι ούτε έχει σημασία
που το λάθος δε σβήνει· φτάνει η κίνηση του άστρου
ευγενική κι επίμονη κι αέναη
σαν πρώτο και ύστατο νόημα — ρυθμός· ουράνια ενέργεια
και πρακτική μαζί, σαν του αργαλειού και του στίχου —
πάει έλα, πάει έλα το άστρο ανάμεσα στα κυπαρίσσια,
χρυσή σαΐτα ανάμεσα στα μακριά πένθιμα νήματα,
μια κρύβοντας, μια δείχνοντας το λάθος μας — όχι δικό μας,
λάθος του κόσμου, λάθος ριζικό —εμείς τί φταίξαμε;—
λάθος της γέννησης ή του θανάτου — προσέξατε;

 
Είναι όμορφα τα βράδια του φθινόπωρου —συμφιλιωτικά—
σβήνοντας με μιαν ήμερη, καθολική ενοχή, την ενοχή του καθενός μας
κι εδραιώνοντας μια μυστική φιλία ανάμεσά μας,
μια φιλία ρυθμού —ναι, ναι, ακριβώς, μια ρυθμική φιλία, ρυθμική—
αυτό είναι — πάει έλα, πάει έλα,
γέννηση-θάνατος, έρωτας-όνειρο, πράξη-σιωπή — είναι μια έξοδος, σας λέω,
στο πίσω μέρος, το πολύ σκοτεινό, κατευθείαν στον ουρανό, —

 
φυσάει από κει τ’ αεράκι, στεγνώνει ο ιδρώτας — μια ανάσα, θε μου, μια άνεση τέλος,
κι ακούγονται ολοκάθαρα οι κουβέντες απ’ τις γύρω ταράτσες μες στη νύχτα
κι ο δροσερός κρότος του κουβά που βγάζει νερό απ’ το πηγάδι του κήπου,
κι η φωνή κάτω απ’ τα δέντρα, που λέει: «θα γυρίσω»,
και το λαχάνιασμα του παιδιού που ξεκουμπώνει πρώτη φορά μονάχο του το παπούτσι του
και το φλάουτο απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο του φοιτητή —μουσικού ερασιτέχνη—
μια μουσική τέλος πάντων που ανεβαίνει κι ενώνεται
μ’ όλην αυτή την εξαίσια, τη μάταιη, οργανωμένη μουσική των άστρων.

 
Και, ναι, σας βεβαιώνω, αν και νεκρός τους οδήγησε αλάθευτα στην έξοδο, —
όσο κι αν ξέρουμε πως κι η έξοδος, τις πιο πολλές φορές,
είναι ένας άλλος, αναγκαίος, πονηρός κι αναπότρεπτος θάνατος.

 
Πέστε λοιπόν στο θείο να μην ανησυχεί για μας
πέρα, στη θαυμαστά πειθαρχημένη Σπάρτη του.
Καλά τα περνάμε κι εμείς εδώ στο Άργος.
Μονάχα που δεν έχει άλλο πιο πέρα — να το ξέρει.
Αυτό να το ξέρει.

 
 
«Ναι, ναι», έκανα μηχανικά και σηκώθηκα. Δεν κατάλαβα τίποτα. Ένα αίσθημα μαγικού τρόμου με είχε κυριεύσει, σα να βρέθηκα μεμιάς μπροστά σ’ όλη την παρακμή και τη γοητεία ενός πανάρχαιου πολιτισμού. Ήταν νύχτα πια. Με ξέβγαλε ώς τη σκάλα και μου ’φεξε να κατέβω με μια παλιά λάμπα πετρελαίου. Τί εννοούσε; Κι αυτός ο νεκρός που τους οδήγησε στην έξοδο; Μήπως… Όχι, βέβαια, ο Χριστός. Και το σπίτι — όχι του Αγαμέμνονα. Κι ο μικρός αδελφός με τις καλλιτεχνικές τάσεις; Ποιός; Μα δεν υπήρχε δεύτερος αδελφός. Τότε; Τί χρειάζονταν τούτο το σπίτι; Κι εγώ τί προσπαθούσα να ξεδιαλύνω απ’ τα λόγια μιας τρελής; Είχα βγει έξω. Περπατούσα γρήγορα, κι ακούγοντας το βήμα μου σταμάτησα. Κάτι στυφό κι ανικανοποίητο μου ’μενε στο στόμα, διαλυμένο στο σάλιο μου απ’ όλη αυτή τη μελανή αοριστία, σα να ’χα δαγκώσει ένα κυπαρισσόμηλο. Κι όμως, ταυτόχρονα, ένιωθα κάτι στερεό, πλούσιο, καθαρό, που μου ’δινε μιαν ιδιαίτερη ευφορία και μ’ έκανε να σκέφτομαι με μαθηματικήν ακρίβεια πόσο εύκολα θα ξεπερνούσα τις αυριανές δυσκολίες της δουλειάς μου που ώς τώρα μου φαίνονταν ανυπέρβλητες. Ανάμεσα στα κυπαρίσσια είχε βγει ένα πελώριο φεγγάρι. Πίσω απ’ την πλάτη μου ένιωθα το σκοτεινόν όγκο εκείνου του σπιτιού σαν έναν επιβλητικό, αρχαίο τάφο. Κι αν όχι τίποτ’ άλλο, είχα μάθει τουλάχιστο τί πρέπει ν’ αποφύγω και ν’ αποφύγουμε.

 

ΑΘΗΝΑ, Σεπτέμβρης 1959



Uploaded byP. T.
Source of the quotationhttp://www.greek-language.gr

A halott ház (Hungarian)

Egy ősrégi görög család fantasztikus és hiteles története

 
Az egész családból csak két nővér maradt életben. Azok közül is az egyik megőrült. Azt képzelte, hogy házuk már valahol az ősi Thébában vagy még inkább Argoszban áll - összekeverte a mitológiát, a történelmet és a saját életét: azt, ami elmúlt, azt, ami van, de nem azt, ami jön. Csak ezt képzelte. Később magához tért. És ő beszélt nekem ezen az estén, mikor üzenetet hoztam nekik a távolból, nagybátyjuktól, apjuk fivérétől. A másik nővér meg sem jelent. Olyor-olykor áthallatszott a szomszéd szobából papucsos csöndes járása nesze; míg nővére így beszélt hozzám:

 
Most itt sürgünk mi, két kicsi nővér, e véghetetlen nagy háznak ölén -
„kicsi”, ez szó - az idő teltén mi is megöregedtünk,
mi a család két legifjabb  tagja - egyébként egyedüli elevenek. Nem tudjuk,
hogyan is gondozzuk ezt a mi házunkat, benne hogyan is élünk;
eladni, az bizony rosszulesnék - egy életet töltöttünk benne -
halottaink is itt tanyáznak - és nem szabad eladni
s különben is: van-e, ki holtakat vásárol? De hurcolni folyton
a holtakat házról házra, a holtakat új s új kerületbe -
ez terhes és veszélyes nagyon - hisz ők is berendezkedtek,
egyik a függöny redői között, egy másik az asztal alatt,
és van, ki a szekrény, és van, ki a könyvespolc üvege mögött,
a lámpaüvegben is lakik egy - tisztesen, szerényen, éppúgy, mint mikor élt még,
s egy másik csendesen mosolyog: ott mozog a vékony, a fürge árnyék-keresztben,
mit nővérkém két gyors kötőtűje rajzol rá folyton a falra.

 
A nagy bútorokat bezártuk a földszinti részbe,
és velük a súlyos szőnyegeket, a bársony kárpitokat,
asztalterítőket, asztali kendőket, kristálypoharakat, s készleteket.
s a kerek ezüst tálakat, mik tükrözték a múltban
teljes nagy körükkel a vendégszeretet felderült arcát,
mind a takarókat, selyempaplanokat, fehérneműk halmát,
gyapjúruhákat, táskákat, télikabátokat,
a magunkéit, a halottainkéit - egymás hegyén-hátán
kesztyűket, csipkéket és a strucctollakat anyánk kalapjáról,
zongorát és gitárt, fuvolát, tamburint,
és faparipákat, s mellettük babákat gyermekéveinkből,
apánk egyenruháit és bátyánk első hosszúnadrágját,
berakott dobozkát, benne arany fürtjét kisöcsénknek, s aranyos kését,
lovaglóruhákat, zsákokat, tokokat - egymás hegyén-hátán,
naftalin nélkül és levendula nélkül, lenzsákokba rakva.

 
És beszegeztük e szobák ajtait. Magunknak ezt tartottuk csupán,
ezt a két felső, nyugatra néző, emeleti szobát,
és a folyosót meg a lépcsőházat is, igen:
hisz megesik olykor, hogy alkonyat felé ki kell mennünk a kertbe,
vagy vásárolnunk kell valamit sürgősen a környéken.

 
De ne mondd, hogy így már nyugodtak vagyunk. Megszabadultunk valamiképpen
felesleges mozdulatoktól, ostoba sürgéstől, hiú fáradságtól
valami elérhetetlen rendért, valami tehetetlen szervezés kedvéért. Pedig
a ház, így meztelen és bezárva, kapott
visszhangzást, félelmetes-finomat, mely felel
minden egér és svábbogár és denevér neszére.

 
Minden árnyék a tükör mélyében, minden neszezés
a szúnak, a molynak pirinyó fogából,
terjed tovább végtelenül a csend legfinomabb hajszálereiig,
a legképtelenebb látomás ereiig. Pontosan hallatszik
a legkisebb pók szövőszékének zaja a pincéből, régi korsók alól,
vagy ahogyan munkál a rozsda fűrésze az evőeszközök között,
vagy a hirtelen puffanás a lenti folyosóról,
amikor a rothadt tapéta egy darabja kiszakad és lehull,
mint ha egy régi szeretett épület omlik össze.

 
És mikor olykor hajnalban a szeméthordó megy a messzi külvárosba,
távolból hallatszó csengője visszhangzik minden üveg- és fémedényen,
az ágyak bronzain, ősök képkeretein,
a pojácajelmez csörgőin, amit kisöcsénk hordott
egy szép farsangi éjszakán - és mikor hazafelé tértünk, megijedtünk,
mert ugattak minket a kutyák, a ruhám a kerítésbe akadt,
szaladtam, hogy utolérjem a többieket; s a hold rátapasztotta az arcát
arcomra szorosan - s én képtelen voltam továbbsietni,
és hívtak a többiek, a fák mögül hívtak,
és hallatták hangjukat az álarcok üveggyöngyei egy másik világból,
és a csillagok üvegrojtjai messze, túl, a láthatatlan Myrtusi tenger felől,
s végre hogy hozzájuk értem, mind meglepetten
néztek, mert ragyogott az arcom, aranyporral festve,
mint amilyennel festették az ebédlők régi függőlámpáit
vagy a szalontükröket, a csinos ezerszerfaragott komódokat -

 
Azokat is a földszint szobáiba zártuk. Tudtunk, természetesen,
mindebből valamit megtartani a magunk használatára,
egy pihentető hintaszéket például, egy tükröt,
hogy olykor-olykor megfésüljük hajunkat. De
mindjükkel ki törődött volna? Így legalább halljuk
a romlásuk zaját, de nem látjuk őket. Mind elhagytak minket.

 
És ez a két szoba, mit megtartottunk magunknak,
a leghidegebb, legkopárabb, legmagasabb, tán azért,
hogy felülről lássuk a világ minden dolgát,
és valamiképpen messziről is, hogy úgy érezhessük:
felügyelünk a sorsunkra és rendelkezünk vele; kiváltképp
ilyenkor, mikor esteledik, és minden lefelé hajol a meleg föld felé,
s itt nálunk a hideg éles, mint a kard,
mely elvágja az új megalkuvásra irányuló vágyat, s a reményt
a sosemlesz találkozásra; szinte egyezséget kötöttünk
evvel a zárkózott tiszta hideggel.
S ez a mi két szobánk függ a határtalan éjszakán,
mint két kialudt lámpa a legpusztább tengerparton,
és csak a villámlás gyujtja-oltja őket egy-egy pillanatban,
és beléjük szúr és átszegezi őket: az üres égben két ürességet.

 
De ha megesik olykor, hogy sétálgat valaki a szembenlévő tüskésbokrú dombon,
ilyenkor, későn, mikor alásüllyed a nap, és minden sápadt, homályos, kékes,
ilyenkor, mikor minden elveszettnek tűnik, és minden elérhetőnek, akkor
az a magányos ember, ki ott sétálgat a dombon,
szelídnek látszik, és vonzónak tűnik, mint valaki, aki még tudott volna
őrizni számunkra egy csöpp rokonszenvet - akkor maga a domb is
oly szelídnek látszik, egymagasságban az ablakunkkal, hogy ha
az az ember idefordul, hogy a ciprusokat nézze,
azt hinnéd, egy lépés csupán s átlép az ablakkereten,
szobánkba lép, mint régi ismerős, sőt, azt is mondom,
kér tőlünk egy kefét, hogy a cipőjét leporolja. Ám ő
nemsokára eltűnik a domb mögött,
és ablakunkkal szemben csak a dombnak
körvonala marad, némán, mint a megbánás,
és a keserű, meghódolt este, amint az árnyak közé hajol.

 
S az sem igaz, hogy ezt teljesen megszoktuk - de mit tehetnél? - mind elhagytak minket -
mi is elhagytunk mindenkit - és így vált állandóvá
valamely szinte igazságos egyensúly, kölcsönös harag nélkül,
lelkifurdalás és szomorúság nélkül - hogy történhetnék másképp?

 
Úgy maradtunk most itt, mint mikor virágot tépsz alkonyati kertben,
sok virágot az ebédlővázák és a holtak hálószobái számára,
és sárga foltok maradnak az ujjaidon a virágportól,
s az utcaportól, amiben vonul a kerítés, és ami a szirmokra száll,
és aprócska kis élőlények, szárnnyal vagy anélkül,
s valamiféle langyos harmatcsöppek,
s velük az elkerülhetetlen nagyon-könnyű pókok,
mik mindig ott tanyáznak a virágokban, és ahogy
oltódik a rózsás este az ablaküvegeken,
úgy érzed az egészet, mint éles kést, mi kicsorbult
a vértől és a virágok tejétől - dús, különös érzése száll meg
a félelemnek és ölésnek - valamely vak, nemes, illatos és határtalan szépség,
valamely teljesen mezítelen jelen-nemlét. Így van ez. Minden elhagyott minket.

 
Azon a végső napon a szolgálók felkiáltottak és elszaladtak
éles kiáltás volt az, ott maradt a homályos folyosóba szegezve,
mint nagy halszálka egy ismeretlen vendég gégéjében,
vagy mint rozsdás kard az áldozat hosszú koporsóján;
e kiáltás hangzott - csak ez -, és elmentek rohanva,
az arcukat rányomva szorosan a tenyerükre; mikor elértek
a márványlépcső szélére, az oszlopsorok mögött,
feketéknek látszottak és kicsiknek, púposaknak,
és végtelenül óvatosaknak és haszonlesőknek,
hátsó gondolatokkal telteknek, rosszra emlékezőknek, szándékos, meggondolt készséggel,
- ott álltak egy pillanatig, teljesen idegenek az előbbi kiáltásuktól,
és kitakarták arcukat,
és a lépcsőt figyelmesen vizsgálták; le ne essenek,
pedig lábuk ismerte már egyenként is a fokokat,
a teljes hosszát otthonosan ismerték, szüneteivel,
miként a naptár hátulsó oldalára írt költeményt,
vagy mint egy dalt, mit csata után énekelnek a katonák,
és az a kevés katona, ki visszatért a frontról, ezt tanította nékik -

 
a katonák még mindig szépek, és valamiképpen bánatosak,
nagy a lábuk és nagy a kezük s a trikójukban tetvek vannak,
és föld alatti csarnokok és összeomlott csillagok a szemükben,
a szempillájuk horgos és mélykék, mint bástya árnyéka forrásvizen,
az ajkukon kemény türelmetlen vonás,-
valami nagyon férfias és közömbös is ugyanakkor, minthogyha sok halottat
csókoltak volna már keresztbe tett kezén vagy homlokán,
mintha elhagyták volna sebesült barátaikat, két hegy között szaladva vizes hóesésben,
sőt mintha ellopták volna a betegtől párnául használt kulacsát. És mégis

 
a katonák, ha az este jött, énekeltek a konyhában (mi még kicsik voltunk,
és hallgattuk őket az ajtó mögül - mert nem engedték meg,
hogy bemenjünk a konyhába, hol különös, ismeretlen dolgok hevertek,
s lengtek rejtelmes illatok: bors, fokhagyma, zeller és paradicsom szaga,
és egybefonódott más szagok, mik forrásukról nem beszélnek,
s hol titokzatos hangja szól a tűznek, a füstnek, a forró, bugyborgó víznek,
hol illanó gyors kések egymást köszörülik sziszegve,
és a mosatlan tányérok félelmes tornya tornyosul,
s fekszik sok véres meztelen nagy csontja mítikus állatoknak.

 
Ott uralkodtak a szolgálók sejtelmes kötényeikkel,
a zöldségek, húsok, gyümölcsök, halcsontok alkímiájában,
rejtelmes mágusnők óriás fa-merőkanalaikkal,
jóslatokat adtak a kazángőz felett,
formáltak a füstből karcsú lefejezett asszonyt fehér ingben,
vagy háromárbocos hajót, vastag kötelekkel, káromkodásokkal, matrózi csapattal,
formálták hatalmas szakállát egy áttetsző vaknak, lanttal a térdén -
talán azért is nem enged minket anya oda bemenni;
és néha találtunk egy maroknyi sót az ajtó mögött, s olykor
egy kakasfejet taréjjal akárcsak egy kis naplementét,
tört cserépben.

 
S a felnőtteknek erről mit se szóltunk, mert mikor a konyhaajtó egy kicsit kinyílt,
a füst-kísértet kisurrant oldalvást, és órákig a folyosón maradt,
magas, félelmetes, sisakja üveges, belőle lófarok lógott. A szellem
magányos, illatos, vadállati és testnélküli,
és nincs csontja egyáltalán, és mégis-mindenható erejű. Így hallottuk
az ajtók mögött és az éjfélen túl már,
mert addig elnyomott a lángvörös szikrázó álom.) Tehát a katonák énekeltek,
tréfálkoztak a szolgálókkal olykor,
lehúzták a bakancsukat, és vaskos lábujjaikat dörzsölgették kezükkel,
és húsos ajkukról a bort törölték, vagy vakarták
szőrős-bozontos mellüket vagy a lábszárukat,
és meg-megmarkolták a nők mellét, úgy találomra,
és újra énekeltek (álmunkig érkezett hangjuk), daloltak,

 
mozgott az arcuk, zsíros nagy hajukba rejtett arcuk,
s a ritmust verte meztelen lábuk a kőkockákon,
vagy ujjuk a korsó falán, vagy ujjuk a poháron,
vagy az asztal falapján (min a húst szokták szeletelni),
halkan, nagyon halkan (nehogy bentről az urak hallják);
és ádámcsutkájuk, amíg daloltak, föl s alá járt,
mint vastag kötélen csomó, mit két versengő rángat,
mint csomó a kötélen, mit a mély kútból kihúztak,
mint egy csomó a bélben. És ezért az asszonyok

 
dalukat hallva sírtak hisztérikusan,
ruháikat tépték, és teljesen meztelenül maradtak,
és könyörögtek nékik,
és vitték őket a kötényükben, mint beteg gyermekeket, kiket mindenáron gyógyítani vágytak
és be akarták zárni őket teljesen hasukba
- talán azért, hogy a saját hiányukat kitöltsék,
a saját bensőjüket be akarták zárni
mélyre-mélyre, és megfojtani,
és hogy megóvják őket és hogy megtarthassák őket,
csak ők maguk — hogy azután majd megszülhessék őket
egy alkalmasabb pillanatban, egy szép fehér házban,
egy szelesebb, naposabb házban, hol kevesebb az árnyék,
mit az oszlopok vetnek és a korsók, az ölés, a kard, a dicsőség, a koporsók,
hol kevesebb a lakhatatlan luk is a falakon: lukak
szegektől, acéltükröknek való szegektől, estélyi ruháknak
való szegektől, s hogy föl lehessen akasztani az
egyenruhákat, a kürtöket, a dobokat, a sisakokat, pajzsokat,
vagy a spárgákat, a holt gyerekek néma játékait,
vagy az ikonokat és esküvői koszorúkat, a fazekakat; az olyan lukak,
miket elzárt a sok javítás, új vakolás és meszelés,
de mindenkor nyíltak, belül és mélyen, az emlékezetben.

 
Így akarták tehát megszülni őket egy tágasabb helyen,
mely fényes és szilárd, melyben nincsenek sivár
rejtekek és katakombák és sírok,
egy házban, ahol nincsenek olyan ajtók, miket mikor bezársz, mögülük
susogások hallatszanak és sírások és nagy zaja
egy asszony hajának, amint a térdére omlik, vagy zaja
egy cipőnek, amint az ágytól messze ledobban. Vagyis

 
megmagyarázhatatlan magányosság helyén, őszinteség és biztonság tanyáján,
tavaszi vidéken, fiatal rozs között,
egy vörös ló mellett, egy jámbor szürke kis csacsi közelében,
egy kutya, egy tehén, két juh közelében,
egyetlen eke árnyékában. Hanem a katonák
nem is hallottak, nem is láttak és nem is éreztek,
csak bátrak voltak és közömbösek, részegek a haláltól,
alásüllyedtek a saját dalukba - egy ilyen dal
éppen nem hősi, de ne mondd, hogy búbánatos vagy rokkant-
ének, mit megtanultak a falvaik asszonyaitól,
s most, hogy a frontról visszatértek,
az ifjabb asszonyokat tanítják rá. Tehát e lépcsőt

 
mit jól ismertek a szolgálók, úgy, mint azt az újra tanult dalt,
minden megszakításával, terjedelmével és mértékével,
minden hangsúlyos és minden hangsúlytalan kövével,
s a főlépcsőnek középponti metszetével: ezerszer jártak rajta föl s alá
más időkben, jókedvű napokban,
mikor a sütőkből serpenyőket hordoztak serényen,
vagy a pincéből a nagy korsókat, borral telten,
vagy a hatalmas kenyereket, fölszeletelt húsokat, és gyümölcsöt,
vagy teli karral s ölben rózsát, margarétát, szegfűt,
vagy tisztes olajágat s a babérnak hajnali harmattól csillogó hajtását –

 
más napokon, lakodalmakon, keresztelőn, víg ünnepen, születésnapon,
hír és dicsőség napjain, mikor a poros hírnök
lihegve térdre hullt ezen a lépcsőn
s a márványt csókolgatta, sírt, s a hírt
közölte, férfias rekedt, különös hangon
míg zokogása hullámzott, mint a lombok;

 
s a háznak szolgálói s egynehány járókelő öreg
az oszlopok körül tolongva hallgatták őt,
s a szolgálók az ajtók előtt álltak, és kötényüket
szemük elé emelték,
és anyánk, az úrnő, ott állott az előudvar közepén,
és mint valamely villámsújtott tölgy mellette a dajka,
s kissé odébb a nevelő, mint viasz, a szakálla ritkás,
s ő akárcsak egy lenyúzott kéz, mi csüng a hárfahúron,
s az ifjú leányok az ablakokban moccanatlanok,
álmaik s gyanakvásaik mögött megbúva mind,
és hallgatták őt, és nem értették, mit mond,
mert ők e hírnöknek csinos térdhajlatát figyelték,
és gesztenyeszín fiatal szakállát, sötét fürtjeit,
e göndöröket, e portól és verítéktől kuszáltakat,
s a köpenyére feltűzött zöld ágacskát - S eképpen

 
az erdők megindulnak, és az asztalok ágaskodnak, mint a paripák két lábon,
s a háromsorevezős hajók napnyugtakor a fák fölött lebegnek el,
s az evezősök megdőlnek és fölegyenesednek, megdőlnek
és fölegyenesednek, megdőlnek és fölegyenesednek,
kétségkívül a szerelem ütemére: es a lapátok
hajuknál fogva felakasztott mezítelen nők,
kifeszülnek és ránganak, vonaglanak a vízben,
s a gályák mögött a Tejút tajtéka rajzolódik a tengerre. Tehát -

 
a hírnök hírüladta a tündöklő győzedelmet,
ezerkét halállal - és külön a sebesültek számát -
és végül hírül adta a fővezér érkezését
sok-sok zsákmánnyal, lobogóval, hadszekérrel; rabbal,
és homloka közepén egy sebbel - így beszélte -
mely mint egy új csodálatos szem, miből a halál kitekint;
s a fővezér benézett most a zsigerek közé ,
tárgyak és ügyek s emberek legbensőbb bensejébe,
és mintha minden áttetsző üvegből volna, szabadon
olvasta vérünk lüktetését, lelkünket, végzetünket,
és ereit az aranynak, mik kövek közt kanyarognak,
s a föld sötét mélyében szerteágazó szenet,
s a víz hideg idegeit, mik sziklákban ágaznak szerte,
s a bűntudat kis borzongásait, ruha és bőr alatt.

 
Mindenki hallgatott (mi is velük) kővémeredten,
nyugtalan szívvel, lehajtott fővel, könnytelen szemmel,
mintha üveggé váltak volna mind,
mindenki látta őket, és ők is látták magukat,
csupasz csontvázukat mélyén az üvegnek, s a fővezért is
üveggéváltnak látták, kinek nincs menedéke. És mindazonáltal

 
míg minden óvatosság teljesen hiányzott belőlük,
míg halálos ernyedtség uralkodott fölöttük,
míg árva árnyék sem törte meg áttetsző voltukat,

 
hirtelen úgy érezték, hogy lecsillapultak, feloldódtak
a határtalan áttetszőségben, határtalanná váltak maguk is,
mintegy ártatlanok a mindent ellepő bűnösségen belül,
mintegy testvérek a kölcsönös fenekedés mindent beborító nagy pusztaságában,
mintha fegyvertelen emberektől kaptak volna fegyvereket,
szép nemesen öltötték magukra a világ pőreségét.

 
„Jöjjön a fővezér - mondotta az úrnő, anyánk.
Hozta isten. Hisz ő is üvegbőlvaló.
Üveg. Üveg. Itt van - Hiszen ezt a szemet mi is jól ismerjük -
nekünk is megvan, íme, itt a homlokunk közepén.
Jól megtanultuk a halált mi is. Ismerjük. Látjuk.
Ő volt, ki rá először megtanított. Először mi láttuk újra.
Isten hozta az üvegfővezért üvegkardjával itthon,
üvegbőlvaló asszonyához, üveggyermekeihez,
és üveg-alattvalóihoz, míg maga után vonszolja
az üveg-áttetsző holtak csapatait, üveg-áttetsző hadizsákmányt, üvegrabnőket
üvegbőlvaló diadalmat. Hát zúgjanak is a harangok:
jelzőtüzeket gyújtsanak csúcsról csúcsra az őrszemek
a mi üveg-áttetsző győzelmünkért - igen, a mi diadalmunkért,
mindnyájunkért. Hiszen mi is háborúskodtunk
a türelemben, s még annál is inkább
a kibírhatatlan, az ezerszemű várakozásban. És akik elestek,
még ők is győztesek - ők a legelsők -, és látnak.

 
Hát épp ezért zúgjanak mind a harangok láthatárszerte.
S ti mire vártok, szolgálók! Készítsétek már
az üveg-áttetsző étkeket, borokat, üveggyümölcsöket;
a mi üvegfővezérünk közeleg. Jön felénk."

 
Eképpen szólt az úrnő, s látszott halántékerében
mint lüktet, kalapál a vér, s a verítéke látszott
előbb, semmint még csöppekké kerekülve legördült elkékült arcán.

 
A nagy dajka, egy pillantás, megfogta őt, amikor
már-már elájult, s csöndes-tapasztaltan ápolgatni kezdte,
és betakarta zavaros szeme hatalmas boltozatának
bölcs árnyékával. Anyánk pedig akkor úgy vetette el
fekete kötényét, mintha egy fekete
madarat hessentett volna messze. S a hírnök elment.

 
És előudvarunk fölött egy bagoly szállt el alacsonyan,
pedig még koradélután volt - nem jött el az este,
és a bagoly árnyéka ottmaradt, el nem suhan már,
a kapu előtt (még ma is ott sötétlik). A szolgálók befutottak.
Az úrnő feledte felékesíteni gyermekeit. A fürdőbe indult.
Teletöltötte melegvízzel, de nem mosdott meg. Majd gyorsan
bezárkózott szobájába, s a tükör előtt kifestette magát
vörösre, vörösre, bíborvörösre, álarc-, holttest-, szobor-vörösre,
gyilkos- és meggyilkolt-vörösre. S a nyugvó nap uralkodott távol,
sárgán és lángolva, mint koronásfejű házasságtörő,
mint idegen hatalomnak aranyékített bitorlója,
ki gyávaságában dühös, félelmében félelmetes,
míg messze tájon mindenütt őrjöngtek a harangok.

 
A szolgálók tehát mindnyájan jól ismerték e lépcsőt,
hisz sok-sok évet éltek itt e házban,
s mégis fölfedték arcukat, és megnézték a lépcsőt,
s még hátra is fordultak fürkészni, látják-e őket,
s befedték újra arcukat kezükkel és elmentek,
feketék voltak, kicsinyek, görnyedtek, undorítóak,
mint fekete foltok, mint legyek a járvány idejében,
az előcsarnok kőesője alá elvonultak,
és felfelé fordítva maradt a konyha mögött a seprő,
mint áruló, fölmeredő hajjal, ki nem kiálthat. Mind elhagytak minket.

 
Idegen napszámosokat hívtunk lépcsőmosásra,
hogy jól felmossák s feltöröljék a márványt. Az pedig
újra meg újra vért izzadt. S elmentek azok is, elhagytak minket.
És abbahagytunk mi is mindent - a seprést, a mosást, a pókhálóseprést.
A kő pedig végzi a dolgát örökkön - mert vért okád, vért, egyre többet.

 
Egy vörös folyó folydogálta házunkat körül;
elvágott minket a külső világtól;
a világ aztán minket elfelejtett;
nem fél már tőlünk; s nem félünk mi tőle.
A járókelők, természetesen, távol haladtak el tőlünk,
de nem vetettek többé már keresztet,
és nem köptek keblükbe, hogy elhárítsák a kísérteteket.
A házunkhoz legközelebbi ösvényt
benőtte a gyom, a csalán, a bogáncs,
s a legsűrűbben egy kék vadvirág - immár nem is hasonlított úthoz.

 
És éjszakánként, ha valamely asszony késlekedően -
mosott még a folyóban, s a sulykolás hallatszott
a puha, átázott szövet fölött, már nem mondotta senki,
hogy kés hatol a húsba,
vagy bezárnak valami titkos ajtót,
vagy hogy az északi ablakból hullát vetnek a csatornába - csak egyszerűen azt,
hogy ruhát sulykolnak,
s a hangja után megmondották azt is,
hogy gyapjú vagy selyem vagy lenszövésű-e az öltöny,
s még azt is tudták, hogy egy asszony fehéríti a lánya kelengyéjét,
s elképzelték a lakodalom napját,
s ahogy sápad a vőlegény, s ahogy az arca elpirul,
s a két test egybefonódását is elképzelték az ágyban a tüllháló alatt,
mit lenget az éjjeli szél. Íly részletességgel,
ilyen pontossággal (s ez talán nem az egyensúly jele?)
s ama nélkülözhetetlen érzéssel, mintha mindaz,
ami csak történt és ami csak követte, szükségszerű lett volna
érzése annak, mi elháríthatatlan, és annak,
ami csak véletlen, és kíséri föntről
a levegőből valami érnek zenéje, mi remeg,
s te hallod és hallod újra, és nem sejted,

 
hol lehet - vajon kissé a fák fölött-e?
vagy az elhagyatott kert padjai alatt?
vagy abban a fürdőben? Afölött a vörös folyó fölött ?
vagy apánk elzárt fegyvertára mélyén, a sok hiú harc zsákmányai közt,
vagy bátyánk üres sarujában, ki évek óta hajón él, tengerész,
s ki tudja, hogy még visszatér-e hozzánk.
Vagy öcsénk rajz-irkáiban, ki már nem ír nekünk a szanatóriumból,
vagy boldogtalan anyánk ruhái közt,
hosszú, fehér, redős öltözetek közt, széles, kalapált fémcsatok között -

 
(az ablakból éjente gyakran láttam ezeket az öltönyöket
amint egyedül sétálnak a fák alatt,
a szélben lengve könnyeden, miként a holdfény árnyai, és fehér
habjuk mögött, halovány lengő hullámzásuk mögött
jól láttam a száraz szökőkutat a bronz-delfinnel,
mely végső menekvésre látszott szökkenni - üvegszerű áttetszőségében,
ami nem hagy foltot a lelkiismeretben, és nem az emlékezetben,
az emlékezés folytonos távollétben vagy folytonos jelenlétben haszontalan). Hanem

 
annak az érnek zenéje mindenüvé elhallatszott, és nem tudod,
miért is vagy boldog, vagy hogy a boldogság mi; mert mindig csak azt
veszed észre külön, mit nem értettél és nem láttál eddig,
és aminek súlya megváltozott. Nem ismertük a hírnököt,
s a gyilkosságot sem, a megrémült, futó cselédeket sem,
s én egyike voltam a két leánynak, aki a két ablakban ott állt,
és néztem azt a két leányt a lépcső aljáról, az út alól,
valahonnan a hírnök helyéről, vagy a legifjabb szolgáló helyéről,
én, aki mindig az ablaknál álltam (a szolgálókat gyakran irigyeltem
szép bőszavúságuk miatt, s a ravaszságukért, víg kedvükért, s a szabadságukért,
mély szabadságáért a szolgaságnak, mely felmenti az embert
az elhatározás alól s a kezdeményezés alól - ezt irigyeltem).

 
Jaj, semmit sem láttam, és nem emlékszem semmire; csak arra a csodás érzésre,
arra a kifinomultra, amit a halál ad ajándékba nekünk, hogy láthassuk a halált
áttetsző mélységéig. S a zene tovább hangzott,
mint amikor hajnalidőn ok nélkül korán ébredünk,
s a levegő kint oly sűrű, ezer meg ezer láthatatlan
madár dalától - annyira sűrű és páratelt már,
hogy semmi nem fér már a világba - keserűség, remény, bűntudat, emlékezés -
s az idő közönyös és tőlünk idegen,
akár egy ismeretlen, aki csöndesen vonul el az úton szemben,
anélkül, hogy megnézte volna házunkat vagy csak rápillantott volna,
s a hóna alatt üveget hordoz, mosatlan és át nem tetsző üveget,
s te nem tudod, hogy mit akar vele és hova viszi,
mi értelme van, hogy viszi, és milyen ablakhoz kell,
de mindezt még csak meg se kérdezed, és nem látod magad sem,
hol tűnik el óvatosan és csöndesen a végső fordulóban.

 
Ki őrizte hát meg nekünk mindezt oly pontosan és messzire elhatóan,
tisztára mosott, kellemes, rendezett, állapotban,
és megnyúzottan minden sebtől és minden haláltól ? 
És a vöröslő folyócska a ház körül - már semmi -
tisztán szaladó víz a tegnapelőtti langyos esőtől, és
a napnyugta vörös sugarait visszaveri késő estig, addig,
míg az a végtelen üveg-átlátszóság határtalan el nem terjed,
s te meglátod benne a határtalant, a romolhatatlant, s a láthatatlant,
s magad is azzá válsz, határtalanná és romolhatatlanná és láthatatlanná,
és körülvesznek halk kis suttogások: a bútorokéi, a csillagokéi. S anyánk ül
a rovátkás széken és munkál örökös kézimunkáján
háromlángú lámpa alatt, amelynek lángja megremeg,
mikor a két ablakon át beáramlik a levegő,
és apánk már korahajnalban útnakindult vadászni,
és két fülén átbúg a vadászok bánatos kürthangja
és a kutyák türelmetlen és kedves ugatása.

 
Kicsi húgunk a nevelőanya figyelmét elkerülve
harmatos kertben álmodozik, kőoroszlánon ülve,
és minden olyan csöndes és nyugodt -
nem vétett senki semmit, és nem is történt semmi,
csak egy ajtónyikordulás az alsó emeleten,
és a kert rácsos kapujának zaja - a tejes hozott
egy tál aludttejet anyának, diétájához - mert fél, hogy elhízik,
s a gyermekeknek boldogság, hogy látják: anya törődik súlyával újra,
kicsit foglalkozik magával, tükörbe tekint olykor-olykor,
gondozza kontyát, rengeteg fekete haját fésüli; - az aludttej
harmatos csillogásba öltözik, márványosba, kékesbe,
a csillagok sugára és a fák árnyéka alatt; és hallatszik
a legifjabb szobalánynak csöndes suttogó hangja,
ki hetiárát fizeti a tejnek, s mindig késik,
s a visszajáró pénzt számolja. És a kert
felső szegletén, legsötétebb sarkán olykor-olykor
szikrázik s felragyog, mikor elfordítják forró
vállukat este a nagy napraforgók
és kékes pára rezeg a szobrok orrlyukai alatt,
mintha titkon belégzenék a rózsák nedves illatát.

 
A legkisebb fivérünk, az rajzol, egyre, rajzol,
szövőszékekkel gazdag műhelyében, vízfestményeket
a knósszoszi díszítések modorában - sosem mutatta meg nekünk festményeit -,
vagy agyagmíves műhelyben tervez kis kancsók s nagy korsók hasára
fekete vagy cserépszínű vonalakat bájos szigorral,
harcos ifjakat vagy táncosokat, kik elrejtőztek teljesen
hatalmas nagy pajzsok mögé - olyannyira, hogy ha nem figyeled meg jól,
azt hinnéd, egyszerű körök csak - köröket, fekete láncot. A bátyánk
már benyújtotta a lemondását a királyi flottánál; és most
mindig komoly, és mindig olvas a szomszédos szobában. Az idő
nyugalmában a lapozás áthallatszik, mint titkos ajtó, ha nyílik
valamely fehér, áttetsző helyen. És, lám, valóban

 
e pillanatban ajtó nyílik. Apánk érkezik.
Asztalt terítenek. Szólítanak minket.
S a belső lépcsőn mindnyájan lemegyünk.
És asztalhoz ülünk s eszünk, s hallgatjuk az udvar felől
a kutyák apró vakkanásait s a házmesterünk hangját.

 
Az élet tehát ilyen egyszerű. És ilyen szép az élet.
Anyánk a tányér fölé hajol és sír.
Apánk most ráteszi kezét vállára: s ő: „Igen
- így mentegetőzik-, a boldogságtól könnyezem."
És mi a nyitott ablakból a végtelen
áttetsző éjt nézzük a lenge holddal,
mely mint egy ottfelejtett ujj, kék lapjai között
egy nyugodt, becsukott könyvnek.

 
Ma este hűvös van kicsit. Az ősz közeleg, látja.
Holnap-holnapután megint becsukjuk már az ablakot.
És gondoskodunk tüzelőfáról - nem, semmi másról -
nemcsak az erdőből, hanem a mi régi bútorainkból is, nehéz
kapukból, zsinegekből és díványokból, koporsókból, pipákból
és fegyverekből és nagyapa szekeréből is, mit ránk hagyott sok évvel ezelőtt.

 
Ha elmegy, kérem, mondja meg a nagybátyánknak: ne aggódjon értünk. Rendben van az életünk.
És a halál puha lágy, valamint gyapjúból vagy gyapotból,
tollpehelyből vagy szalmából készült ágy - és az ágy már
felvette a testünk alakját - a halálunk már egészen miénk -
és ez legalább nem szed rá minket és nem kerül el - ez biztos,
és mi is biztosak vagyunk számára - szigorú és csodás e bizonyosság.

 
De ha mégsem utazik el Argoszból, igazán boldogok leszünk,
ha meglátogat majd megint. Az ön kedvéért az egyik ajtót majd kiszögelem,
hogy apánk fegyvertárát megmutassam,
hogy megmutassam azt a pajzsot is, melynek éjszínű ércén
ezer s ezer megölt ember tükörképének nyoma maradoz ma is,
hogy megmutassam a vér ujjlenyomatait és forrását a vérnek,
s a föld alatti folyosót, amin keresztül női ruhába bújva elmenekült
a tizenkét szakállas hadvezér a sápadt fővezérrel, aki bár halott,
a kijárathoz hibátlanul kivezette őket.
S a másik oldalon a nyílás tátongott némán és sötéten
és mélyen, mint valami ismeretlen hiba.

 
És az esthajnalcsillag - sosem figyelte meg? -, lágy volt az esthajnalcsillag,
mint a radírgumi - ha mindig egy helyen dörzsölődik újra meg újra,
mintha lc akarná törölni valamilyen hibánkat - milyen hibánkat? -
és észrevehetetlen hang szól, amíg a gumi át meg áthalad a hibán -
s a hiba el nem tűnik;
a papírnak kis morzsalékai a fákra hullanak s szikráznak is;
jóleső foglalkozás ez - jelentősége nincs, hogy a hiba
nem törlődik le; épp elég, hogy a csillag mozog
nemesen és kitartóan és örökkön-örökké,
miként első és végső értelem - ütem; égi cselekedet
és gyakorlati ugyanúgy, mint a szövőszéké, mint a verssoroké -
megy s érkezik, megy s érkezik a csillag a ciprusok között,
aranyos nyílként a távoli gyászos fonalak között,
elbúvik egyszer, mutatja másszor vétkünket - ami nem a mi vétkünk,
a világ hibáját, az esély hibáját ugyan, mit vétettünk?
a születés vagy a halál hibáját - nem figyelte meg?

 
Szépek ezek az őszi esték - békülékenyek - 
szelíden törlik el a bűnt, az általános bűnt, mindegyikünkét,
és megállapítják mindnyájunk titkos barátságát,
a ritmus barátságát - úgy, igen, pontosan, ritmikus barátságot, ritmikusat - ez az, igen - megy s érkezik, megy s érkezik,
születés-halál, szerelem-álom, cselekedet-csönd - kijárat ez, csak higgye el nekem,
a hátsó oldalhoz, amaz éjsötéthez, égnekmeredőhöz –

 
a szél onnan fú be ide, az izzadságot felszárítani - könnyű lehelet, istenem, megkönnyebbülés végre,
és jól hallatszik, teljesen tisztán az éji társalgás a mennyezet körül,
s üdítő zaja a vödörnek, amint vizet mer lent a kerti kútból,
s a hang lentről, a fák alól, mely így szól: „Visszatérek",
s a gyermek lihegése, ki életében először maga csatolja le cipőjét,
s a nyitott ablaknál a diák fuvolázása műkedvelő zenéje -
zene, mely végül is felszáll és egyesül
a csillagoknak oly csodás, oly hasztalan, oly szervezett zenéje hangjaival.

 
Igen, igen, biztosíthatom önt, hibátlanul vezette, bár halott volt, a kijárathoz őket -
bármennyire is tudjuk, igen, hogy a kijárat a legeslegtöbbször
egy másik kényszerű, alattomos halál, egy másik megmásíthatatlan.

 
Tehát csak mondja meg a nagybátyánknak, hogy ne aggódjon értünk
ott távol, abban a csodálatosan fegyelmezett Spártájában.
Nekünk is rendben van az életünk Argoszban, rendben.
Csakhogy tovább már semmi nincs - ezt tudja meg.
Úgy, úgy, ezt tudja meg.

 

„Igen, igen", mondottam gépiesen, s felálltam. Semmit sem értettem meg. Mágikus félelem uralkodott el rajtam, miként ha hirtelen valami hanyatló, ősrégi kultúra varázslatával kerültem volna szembe. Éjszaka volt. Kikísért a lépcsőhöz, s hogy lemehessek, világított, régi-régi petróleumlámpával. Mire gondolt
S ki volt a halott, aki a kijárathoz vezette őket? Talán csak nem... Nem, természetesen nem Krisztus volt. S a ház - nem az Agamemnóné. S az öcs, művészi hajlamaival ? Ki lehetett? Hiszen nem is volt második fivér. Akkor tehát? Mire is kellett ez a ház? S én mit is kívántam kibontani egy őrült nő szavaiból? Kimentem. Sietve léptem, s hallva saját lépteimet, megálltam. Fanyar és ki nem elégítő ízt éreztem a számban, gégémben oldódott fel feketén s határozatlanul, akárha ciprus termésébe haraptam volna. És mégis, ugyanakkor éreztem valami szilárd, gazdag tiszta ízt is, különösen termékenyítőt, mely arra késztetett: matematikai pontossággal vizsgáljam meg, milyen könnyű legyőzni munkámban azokat a holnapi nehézségeket, melyekről mindmáig azt hittem, legyűrhetetlenek. A ciprusok fölött feltűnt az óriási hold. És éreztem hátam mögött ama ház sötét tömegét, mint valami roppant ókori temetőt. S ha mást talán nem is, ez egyet megtanultam legalább, hogy elkerülnöm s elkerülnünk mit kell.



Uploaded byP. T.
Source of the quotationD. G.

Related videos


minimap