Κίχλη Γ´ - Τὸ φῶς (Greek)
Καθώς περνούν τα χρόνια πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές, βλέπεις τον ήλιο μ' άλλα μάτια ξέρεις πως εκείνοι που έμειναν, σε γελούσαν, το παραμίλημα της σάρκας, ο όμορφος χορός που τελειώνει στη γύμνια. Όπως, τη νύχτα στρίβοντας στην έρμη δημοσιά, άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώου που έφυγαν κιόλας, έτσι νιώθεις τα μάτια σου τον ήλιο τον κοιτάς, έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι ο δωρικός χιτώνας που αγγίξανε τα δάχτυλά σου και λύγισε σαν τα βουνά, είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του είναι στο σκοτάδι. Κι αυτούς που αφήσαν την παλαίστρα για να πάρουν τα δοξάρια και χτύπησαν το θεληματικό μαραθωνοδρόμο κι εκείνος είδε τη σφενδόνη ν' αρμενίζει στο αίμα ν' αδειάζει ο κόσμος όπως το φεγγάρι και να μαραίνουνται τα νικηφόρα περιβόλια τους βλέπεις μες στον ήλιο, πίσω από τον ήλιο.
Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ' τα μπαστούνια πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη, σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως μ' ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη, καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά προς τα χαλίκια του βυθού οι άσπρες λήκυθοι. Αγγελικό και μαύρο, φως, γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου, δακρυσμένο γέλιο, σε βλέπει ο γέροντας ικέτης πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες καθρεφτισμένο στο αίμα του που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη. Αγγελική και μαύρη, μέρα η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο βγαίνει απ' το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες. Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε ... δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη στόλισε τα μαλλιά σου με τ' αγκάθια του ήλιου, σκοτεινή κοπέλα η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε, ο τύραννος μέσα απ' τον άνθρωπο έχει φύγει, κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ' αγαπήσει, στο φως και είσαι σ' ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού να κοιτάξεις πρώτα, γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και το τιτίβισμα των πουλιών θ' αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο θ' αδειάσουν τα μάτια σου απ' το φως της μέρας πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια. Uploaded by | P. T. |
Source of the quotation | http://users.sch.gr |
|
Fenyőrigó III - A fény (Hungarian)
Ahogy telnek az évek sokasodnak a bírák, kik halálra ítélnek ahogy telnek az évek s te mind fukarabbul bánsz a szóval más szemmel nézed a napot tudod, hogy azok, kik megmaradtak, kinevették a hűs önkívületét, a könnyű táncot amely a csupaszságba torkoll. Ahogy a néptelen országútra érve, éjjel hirtelen felfénylett előtted egy állat szeme és már el is tűnt, így veszed észre tulajdon szemed is; a napot nézed, s máris beleveszel a sötétbe a dór khitón mely ujjaid érintésétől hullámot vetett, akár a hegyek, márványszobor a fényben, de a feje sötétben. És azok, akik elhagyták a tornacsarnokot, hogy íjat ragadjanak célra lelve a maratoni úton - látta ő is, hogy a versenypálya bukdácsol a vérben és hogy üresedik a világ, akár a hold és elhervadnak a diadalmas kertek - te látod őket a napban, a nap mögött.
És a gyerekek, amint mélyfejeseket ugráltak a vitorlarudakról pörögnek, akár orsók, mindegyre fonva testek, alámerülve meztelenül a fekete fényben egy ércpénzzel a foguk közt, mindegyre úsznak miközben a nap aranytűkkel összeöltöget vitorlákat és hordalékfát és nyílttenger-színeket mindegyre lebegnek alá, ferdén a mélység kavicsai felé fehér halotti urnák. Angyali és fekete, fény, hullámok nevetése a nyílttenger országútjain könnyes nevetés terád tekint az öreg esedezve ő ki elindul, hogy átlépje a láthatatlan küszöböket melyek vérében tükröződnek ahonnan támadt Eteoklész és Polüneikész. Angyali és fekete, nappal, sós íze a nőnek, aki megmérgezi a rabot, kibukkan a habokból, friss gally, cseppekkel ékes. Énekelj, kis Antigoné, énekelj, énekelj... én nem az elmúltakról szólok tenéked a szeretetről beszélek; díszítsd hajad a nap tüskéivel sötétleány; lenyugodott a Skorpió szíve A zsarnok megfutamodott az ember bensejéből és a tenger valamennyi lánya: tündérek, Néreidák futkároznak a haboktól született ragyogásban: aki soha nem szeretett, szeretni fog a fényben; te meg egy nagy házban, sok-sok ablaka tárva-nyitva szobáról szobára rohangálsz, nem tudod, melyikből nézz ki először mert el fognak távozni a fenyők és a tükröződő hegyek és a madarak csivogása megüresedik a tenger, bezúzott üveg az északi és a déli szélben megüresednek szemeid a nappali fénytől amint abbahagyják hirtelen s egyszerre mind a tücskök.
Uploaded by | P. T. |
Source of the quotation | http://blog.xfree.hu |
|